Ρεπορτάζ-libre: “Υπάρχει εξωδικαστικός συμβιβασμός που δεν υπογράφηκε”-Αποκαλύψεις του νομικού συμβούλου της Μονής Αγ. Αικατερίνης
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά με την πρόσφατη δικαστική απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου περνάει στο κράτος της Αιγύπτου, εκτός συνταρακτικού απροόπτου που ενδεχομένως προκύψει από την επίσκεψη του ελληνικού κλιμακίου στο Κάιρο στις 2 Ιουνίου. Πρόκειται ουσιαστικά για την κορύφωση των διπλωματικών πρωτοβουλιών από την ελληνική κυβέρνηση που έχουν κλιμακωθεί σταδιακά από τότε που ήρθε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο η κατάληξη στο ζήτημα της δικαστικής διαμάχης και της διεκδίκησης των εκτάσεων και των ακινήτων της Μονής.
Εισαγωγή: Παναγιώτης Ι. Δρίβας
Ρεπορτάζ-Συνεντεύξεις: Χρόνης Διαμαντόπουλος
Οι αντιδράσεις είναι πολλές τόσο πολιτικές όσο και θρησκευτικές, καθώς εφόσον δεν υπάρξει μια διαφορετική εξέλιξη, ουσιαστικά η ιστορική Μονή θα απωλέσει οριστικά κάθε δικαίωμα τίτλου ιδιοκτησίας και απλά οι Μοναχοί θα είναι πλέον ενοικιαστές σε ένα ιερό φάρο της Ορθοδοξίας. Ένα σημείο αναφοράς συγκρίσιμο με το Άγιον Όρος και την Αγια Σοφιά, που συμβολίζει τη συνέχεια και τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης σε έναν τόπο με πολυδιάστατη θρησκευτική ιστορία, με παγκόσμια αναγνώριση και βαθιά θρησκευτική και εθνική σημασία.
Πέραν όμως της ανεκτίμητης θρησκευτικής κληρονομίας, η Μονή αποτελεί φάρο πίστης, διαλόγου και πολιτισμού, έχοντας επιβιώσει από πολέμους, γεωπολιτικές αναταράξεις και θρησκευτικές διώξεις επί δεκαπέντε αιώνες. Συμβολίζει την ειρηνική συνύπαρξη θρησκειών, καθώς προστατεύεται και από μουσουλμάνους βεδουίνους της περιοχής, ενώ ιστορικά έχει τύχει σεβασμού από διάφορες θρησκείες και πολιτισμούς, γεγονός που ενισχύει τον διαθρησκειακό της χαρακτήρα και την πολιτιστική της αξία.
Η UNESCO ενέταξε τη Μονή στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2002, κατόπιν αιτήματος και αποδοχής από την Αίγυπτο. Αυτή η ένταξη εγγυάται την προστασία της θρησκευτικής, πνευματικής και λειτουργικής ταυτότητας της Μονής ως κέντρου της Ορθόδοξης Πνευματικότητας.
Το libre επιχειρώντας να διαφωτίσει τις επιπτώσεις των ιστορικών εξελίξεων μίλησε με ιστορικούς και καθηγητές Διεθνούς Πολιτικής και στρατηγικής. Επικοινώνησε επίσης με τον Νομικό Σύμβουλο της Μονής Αγ. Αικατερίνης ο οποίος ήταν ιδιαιτέρως αποκαλυπτικός. Ο κ. Χρήστος Κομπιλίρης αναφέρει πώς πριν από την έκδοση της επίμαχης δικαστικής απόφασης υπήρξε συμφωνία για εξωδικαστικό συμβιβασμό για τις ιδιοκτησίες της Μονής, κάτι που δεν υπογράφηκε ποτέ.
Μιλούν επίσης και εκθέτουν τις απόψεις τους ο Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Πρόεδρος Τμήματος Ιστορίας, Πολιτικών και Διεθνών Σπουδών Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος, Διευθύνων Σύμβουλος, Strategy International (SI), Μάριος Παναγιώτης Ευθυμιόπουλος, η Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, Βιβή Κεφαλά, ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Αριστοτέλης Τζιαμπίρης και ο Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής Προγραμμάτων στο ΙΔΙΣ, Δημήτρης Τριανταφύλλου.

Όπως εξηγεί στο libre ο κ. Κομπιλίρης «τον τελευταίο έναν χρόνο, έγιναν έντονες προσπάθειες, ενώ υπήρχε σειρά από διαπραγματεύσεις για να μπορέσει να κλείσει το ζήτημα των ανοιχτών δικών της Μονής εξωδικαστικά. Να γίνει δηλαδή ένας εξωδικαστικός συμβιβασμός. Στο πλαίσιο αυτό, επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία κατέβηκε στην Αίγυπτο, με επικεφαλής τον κ. Καλαντζή, τον Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων, και άλλους αξιωματούχους από το ελληνικό ΥΠΕΞ για να διαπραγματευτούν αυτή την συμφωνία, όπως και έγινε, με την αντιπροσωπεία του αιγυπτιακού κράτους, όπου επικεφαλής ήταν ο κυβερνήτης του Νότιου Σινά. Είχαμε καταλήξει σε ένα τελικό κείμενο, επί του οποίου μέχρι τελευταία στιγμή θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες διορθώσεις, αλλά υπήρχε το ευρύτερο πλαίσιο συμφωνίας. Και αυτό ήταν η αναγνώριση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος της Μονής στο σύνολο των εκτάσεων, που είναι 71. Κάθε μία έκταση και μία δίκη».
Όπως αποκαλύπτει ο κ. Κομπιλίρης «αυτή η συμφωνία που υπήρχε και περιμέναμε να υλοποιηθεί – έπρεπε να υπογραφεί πριν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης- δεν υπογράφηκε. Και βγήκε μια δικαστική απόφαση προχθές, όπου δεν έχουμε το ακριβές κείμενο της απόφασης για να βγάλουμε και ασφαλή συμπεράσματα, -αυτή τη στιγμή μιλάμε επί ενός σχεδίου, της απόφασης που είναι χειρόγραφες σημειώσεις του δικαστή. Από τις οποίες σημειώσεις προκύπτει ότι: Μάλλον αναγνωρίζονται 46 ιδιοκτησίες, οι υπόλοιπες 25 πρέπει να αποδοθούν στο αιγυπτιακό κράτος, και επί των 46, μιλάμε μόνο για δικαίωμα χρήσης για να μπορούν να ασκούνται τα θρησκευτικά καθήκοντα. Εδώ η συμφωνία ήταν: πλήρες ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Ως εκ τούτου, το αιγυπτιακό κράτος, την τελευταία στιγμή, υπαναχώρησε της συμφωνίας. Κι εμείς αυτό ζητάμε: να τηρηθούν τα συμπεφωνημένα. Αυτό μας δημιουργεί μεγάλη αναστάτωση και ανασφάλεια, όχι για το σήμερα, αλλά για το μέλλον. Διότι η αδερφότητα είναι 20 μοναχοί, είναι όλοι Ελληνορθόδοξοι μοναχοί, με ελληνικά διαβατήρια, και άδειες παραμονής ετήσιες. Αυτό σημαίνει ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούν να ανακληθούν οι άδειές τους και να είναι εκτός Αιγύπτου. Άρα αφού δε θα υπάρχουν μοναχοί να ασκούν τα θρησκευτικά καθήκοντα, αυτό περνάει αυτόματα στο αιγυπτιακό κράτος και ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να γίνει είτε μουσείο είτε οτιδήποτε. Το θέμα αυτό είναι ένα θέμα με βάθος και προέρχεται από ιστορικό βάθος. Η Μονή είναι εκεί πριν από τη σύσταση του αιγυπτιακού κράτους. Την ίδρυσε ο ίδιος ο Ιουστινιανός και βρίσκεται εκεί από 549 μ. Χ. έχοντας συνεχή και αδιατάρακτη παρουσία έως και σήμερα. Είναι το αρχαιότερο, χριστιανικό, ορθόδοξο μοναστήρι με συνεχή παρουσία. Το καντήλι του Βυζάντιου δεν έσβησε ποτέ στη Μονή».

Σύμφωνα με τον κ. Ευθυμιόπουλο «η ιστορία έχει αποδείξει ότι στρατηγική συνεργασία επιτυγχάνεται όταν συνδυάζονται πολλές θεματολογίες και θέματα και οι θέσεις είναι ξεκάθαρες. Αυτό αφορά και την Θρησκευτική πολιτική συνεργασία. Τα πρόσφατα γεγονότα, δείχνουν την ανάγκη για ακόμα πιο ενορχηστρωμένη πολιτική συνεργασία και διάλογο στις διμερείς σχέσεις, δηλαδή και στην συνεχή θρησκευτική πολιτική συνεργασία. Ανεξάρτητα από το ιστορικό που δηλαδή, επιδιώκουν ακόμα από την περίοδο του Νάσερ να εκμεταλλευτούν την πολιτική για «απαλλοτρίωση του μοναστηριού» της Αικατερίνης στο όρος Σινά, το δεδομένο ότι επιδιώκεται τώρα να γίνει μια ρωγμή ουσιαστική γιατί όποιος γνωρίζει τη Μέση Ανατολή η Θρησκεία παίζει ρόλο, πρέπει να μας κάνει πιο ώριμους για θρησκευτική συνεργασία αλλά κυρίως και προστασία της Ορθοδοξίας αλλά και του Χριστιανισμού που κάποτε άκμαζε και πρέπει να ακμάσει ξανά στα πλαίσια του διαθρησκευτικού διαλόγου και συμμαχιών».

Η κ. Κεφαλά, από την πλευρά της δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη κάνοντας λόγο για μία περίοδο «διάχυσης της περιφερειακής σύγκρουσης και σε άλλα υποσυστήματα, που δεν είναι πολιτισμική αλλά πολιτική».
Αναλυτικά η ίδια δηλώνει: «Στις 28 Μαΐου αιγυπτιακό δικαστήριο εξέδωσε απόφασή που κλείνει την πολύχρονη δικαστική διαμάχη σχετικά με την λειτουργία της μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και την κυριότητα της έκτασης που την περιβάλλει. Οι μέχρι στιγμής αναφορές στην δικαστική αυτή απόφαση είναι μάλλον συγκεχυμένες, επειδή το κείμενο δεν έχει μεταφραστεί ακόμα. Έτσι, σύμφωνα με κάποιες πηγές αποφασίστηκε η αναστολή της λειτουργίας της ιστορικής αυτής μονής, που ιδρύθηκε πριν από σχεδόν 15 αιώνες, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές αποφασίστηκε το κλείσιμό της, η μετατροπή της σε μουσείο και η δημιουργία τουριστικού θερέτρου στον περιβάλλοντα χώρο.
Η είδηση απετέλεσε κεραυνό εν αιθρία για την Αθήνα, αφού κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Αιγύπτιου Προέδρου στην χώρα μας οι δύο πλευρές τόνισαν τις άριστες σχέσεις τους. Αυτό όμως, πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα σχετικά με τις πραγματικές αιτίες της δικαστικής απόφασης, που αποτελεί κατάφωρο πλήγμα τόσο στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη όσο και στις σχέσεις Ελλάδας – Αιγύπτου, ενώ εντείνονται οι φόβοι και για την ίδια την τύχη Πατριαρχείων που βρίσκονται στην σπαρασσόμενη Μέση Ανατολή, όπως το Ιεροσολύμων και Αντιοχείας.
Οι αιτίες που ώθησαν σε αυτήν την δικαστική απόφαση δεν είναι σαφείς: μπορεί να πρόκειται για το οικονομικό όφελος που θα προκύψει από την δημιουργία ενός τουριστικού προορισμού, πράγμα όμως μάλλον απίθανο να συμβεί, διότι στο Σινά δρούν τζιχαντιστικές οργανώσεις. Επίσης, θα μπορούσε να είναι μία υπόρρητη αντιπολίτευση στο κοσμικό καθεστώς της Αιγύπτου από στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων, ώστε να εκτεθεί ο Πρόεδρος Σίσι, να ικανοποιηθούν οι ισλαμιστές, με την καταστροφή ενός μνημείου ξένης πίστης. Τέλος, ίσως αποτελεί ένα σαφές μήνυμα προς τον χριστιανικό πληθυσμό της Αιγύπτου, δηλαδή τους Κόπτες, που υφίστανται κατά καιρούς αιματηρές επιθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν ότι διανύουμε μία περίοδο διάχυσης της περιφερειακής σύγκρουσης και σε άλλα υποσυστήματα, που δεν είναι πολιτισμική αλλά πολιτική».

Ο κ. Τζιαμπίρης, τονίζει ότι η απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου που έκλεινε την ιστορική Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά, δήμευε την περιουσία της και έδιωχνε τους μοναχούς μετά από συνεχή λειτουργία περίπου 1500 ετών έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Και εξηγεί: «Ακολούθησε άμεσα καταγγελτικός λόγος και κομματική αντιπαράθεση που όμως έχουν μάλλον μικρή σημασία και εντάσσονται στις συνήθεις πρακτικές εν Ελλάδι. Πολύ πιο σημαντικές ήταν η βαρυσήμαντη ανακοίνωση – καταπέλτης τους Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου και η επικοινωνία του Έλληνα ΥΠΕΞ κ. Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Αιγύπτιο ομόλογό του. Η Αίγυπτος προέβη σε ‘‘διορθωτικές’’ δηλώσεις εγγυώντας την θρησκευτική λειτουργία της Μονής αλλά μάλλον αφήνοντας ερωτηματικά και ασάφειες για το ζήτημα της περιουσίας της».
Σύμφωνα με τον Τζιαμπίρη «σε αυτή την φάση προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα. – Πρώτον, καλό είναι κάποιοι να μην βιάζονται σε απόλυτες δημόσιες τοποθετήσεις χωρίς να έχουν πλήρη εικόνα, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με πολυσέλιδη δικαστική απόφαση που παραμένει αμετάφραστη.
–Δεύτερον, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου τελεί υπό πολυδιάστατη μετάβαση. Εν μέσω ανταγωνισμών Μεγάλων και Περιφερειακών Δυνάμεων, οι χώρες της περιοχής προσπαθούν να προάγουν τα συμφέροντα τους, ακόμα και αν έχουν λανθασμένη εκτίμηση για αυτά.
Δυστυχώς, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πρέπει να υπάρχει λιγότερη εμπιστοσύνη ακόμα και σε δημόσιες διαβεβαιώσεις και πολύ μεγαλύτερη επαγρύπνηση. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του αιφνιδιασμού, αν και τα αντανακλαστικά της Ελλάδος παραμένουν εξαιρετικά γρήγορα. Τέλος, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε όλα τα ‘‘όπλα’’ που μας δίνει η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και να διεθνοποιούμε θέματα που δεν είναι αυστηρώς διμερή. Σε τελική ανάλυση, το μέλλον της Μονής Σινά αφορά τον παγκόσμιο πολιτισμό και την ελευθερία θρησκευτικής λατρείας, Είναι δηλαδή, υψίστης σημασίας και ξεφεύγει από τις πιο στενές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο».

Από τη δική πλευρά ο κ. Τριανταφύλλου, δηλώνει: «Συνιστώ ψυχραιμία όσον αφορά τις εξελίξεις που σχετίζονται με την Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να μην εξελιχθεί αρνητικά η υπόθεση στο μέλλον. Η πολιορκία στην οποία βρίσκεται η Μονή είναι διαχρονική και δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ιστορική σύμπραξη των τριών κυρίων μονοθεϊστικών θρησκειών (χριστιανισμός, Ιουδαϊσμού, Ισλάμ) σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και η σύμπλευση τους με την πολιτική τους έκφανση και έκφραση διαχρονικά δεν δύναται να γίνονται προϊόν εσωτερικής πολιτικής εκμετάλλευσης και στοχοποίησης κάθε φορά που αμφισβητείται από επιμέρους πολίτικους, θρησκευτικούς, ή και επιχειρηματικούς παράγοντες. Εξάλλου η ιστορική αδιάκοπη λειτουργία της δεν ήταν ποτέ ομαλή και δίχως εμπόδια. Το ίδιο ισχύει και για τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αλεξάνδρειας, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μεταξύ άλλων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι λειτούργησαν αποτελεσματικά και ουσιαστικά οι διπλωματικοί και πολιτικοί δίαυλοι επικοινωνίας της Ελληνικής και Αιγυπτιακής πλευράς μέχρι την εμφάνιση του επόμενου επεισόδιο αμφισβήτησης της Μονής και την αντιμετώπιση του».