Ανάλυση: Η πολιτική αποδοτικότητας του Τραμπ εκτοπίζει τον Νετανιάχου από “ιερό εταίρο”

 Ανάλυση: Η πολιτική αποδοτικότητας του Τραμπ εκτοπίζει τον Νετανιάχου από “ιερό εταίρο”

Η εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ στη Μέση Ανατολή και ιδίως στον χώρο του Κόλπου, φαίνεται να διαμορφώνεται από μια προσωποκεντρική προσέγγιση, η οποία διαφοροποιείται σημαντικά από τις παραδοσιακές φιλοϊσραηλινές κατευθύνσεις της Ουάσινγκτον. Παρά τις αρχικές ενδείξεις σταθερής προσήλωσης στη στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ, ο Τραμπ, ιδίως κατά τη δεύτερη θητεία του, επέλεξε μια πραγματιστική και αυτοαναφορική στρατηγική, αναζητώντας πρωτοβουλίες που προσφέρουν συμβολικά και απτά πολιτικά κέρδη, έστω και με κόστος τη σταδιακή περιθωριοποίηση του Τελ Αβίβ.

Οι διαδοχικές κινήσεις του, από τις άμεσες διαπραγματεύσεις με τη Χαμάς, τις συμφωνίες με τους Χούθι, τις επαφές με το Ιράν μέχρι την άρση των κυρώσεων στη Συρία, διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο ισορροπιών, όπου το Ισραήλ δεν κατέχει πλέον τον αδιαμφισβήτητο ηγετικό ρόλο στον καθορισμό των αμερικανικών στρατηγικών.

Η επανεκκίνηση αμερικανικής διπλωματίας χωρίς το Ισραήλ στο επίκεντρο

Σύμφωνα με αναλυτές, τα σημάδια ρήξης στις αμερικανοϊσραηλινές σχέσεις εντάθηκαν όταν η Ουάσινγκτον προχώρησε σε άμεσες επαφές με τη Χαμάς για την απελευθέρωση του Αμερικανού κρατουμένου Έινταν Αλεξάντερ.

Η επιλογή αυτή ερμηνεύθηκε από Ισραηλινούς αναλυτές ως έμμεση αναγνώριση της Χαμάς ως νόμιμου διαπραγματευτή, προκαλώντας έντονη δυσφορία στο Τελ Αβίβ. Παρόμοια αντίδραση προκάλεσε και η συμφωνία αποκλιμάκωσης με τους Χούθι, η οποία πραγματοποιήθηκε χωρίς την εμπλοκή του Ισραήλ, ενώ η επιστροφή στις συνομιλίες με το Ιράν χαρακτηρίστηκε στο Ισραήλ ως στρατηγικό πλήγμα και υποχώρηση από τη λογική της κλιμάκωσης.

Η πιο χαρακτηριστική ίσως πράξη αποστασιοποίησης ήταν η άρση των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Συρίας, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη γραμμή του Μπενιαμίν Νετανιάχου που επιθυμεί μια Συρία αδύναμη και διεθνώς απομονωμένη.

Ο Τραμπ και η αναζήτηση προεδρικής κληρονομιάς

Όπως παρατηρεί ο ερευνητής Οσάμα Αμπού Αρσίντ, οι κινήσεις του Τραμπ καθοδηγούνται από ένα σύνθετο πλέγμα κινήτρων, το οποίο συνδυάζει τη φιλοσοφία του “Πρώτα η Αμερική”, με προσωπικές φιλοδοξίες επιτυχίας και ανάγκη παραγωγής απτών πολιτικών επιτευγμάτων.

Ο Τραμπ δεν φαίνεται να αναζητά μια συνεκτική στρατηγική θεωρία· αντιθέτως, προσαρμόζει τις κινήσεις του στη βάση της ευκαιρίας και της απόδοσης – συχνά εις βάρος παγιωμένων συμμαχιών.

Η παρακαμπτήριος στρατηγική απέναντι στο Ισραήλ εντάσσεται ακριβώς σε αυτή τη λογική: όταν το Τελ Αβίβ εμποδίζει την επίτευξη αποκλειστικών συμφωνιών, ο Τραμπ δεν διστάζει να το αγνοήσει, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις δικές του πολιτικές αποδοτικότητας.

Το Ισραήλ σε θέση θεατή: αλλαγή ισορροπιών στην περιφέρεια

Η νέα διπλωματία Τραμπ έχει δημιουργήσει μια μορφή εκτοπισμού του Ισραήλ από τους κρίσιμους περιφερειακούς φακέλους.

Ο ειδικός στα ισραηλινά θέματα Ιχάμπ Τζαμπαρίν σημειώνει ότι οι ΗΠΑ πλέον οικοδομούν περιφερειακές συνεννοήσεις (όπως η σύνοδος ΗΠΑ–Κόλπου στο Ριάντ ή οι συνομιλίες στην Ντόχα) χωρίς να προσκαλούν το Τελ Αβίβ ως αναγκαίο συνομιλητή.

Η εικόνα αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι επιτυχίες αποδίδονται απευθείας στον Τραμπ, χωρίς να χρειάζεται διαμεσολάβηση ή στήριξη του Ισραήλ.

Η διαπραγμάτευση με τη Χαμάς και η απελευθέρωση του Αμερικανού κρατούμενου παρουσιάστηκε ως προσωπική νίκη του Τραμπ, ενώ οι επαφές με το Ιράν και η επανέναρξη διαλόγου έδωσαν στον Αμερικανό πρόεδρο την εικόνα διεθνούς διαμεσολαβητή, χωρίς να φαίνεται ότι ακολουθεί την επιθετική ατζέντα του Νετανιάχου.

Συρία, Ιράν και Χούθι: στρατηγικές αποφάσεις χωρίς ισραηλινή συναίνεση

Η ελάφρυνση των κυρώσεων κατά της Δαμασκού αποτέλεσε κορύφωση της διαφωνίας με το Ισραήλ, που θεωρούσε τη Συρία «κρίσιμο πεδίο ανάσχεσης της ιρανικής επιρροής».

Αντίθετα, η Ουάσινγκτον επέλεξε να στηρίξει περιφερειακές διευθετήσεις με τη στήριξη αραβικών κρατών, ακόμα και αν αυτό περιόριζε την παρέμβαση του Τελ Αβίβ.

Το ίδιο συνέβη και στην Υεμένη, όπου οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να εμπλακούν περαιτέρω στρατιωτικά, απορρίπτοντας τα ισραηλινά αιτήματα για κοινές επιχειρήσεις κατά των Χούθι, και προτίμησαν μια προσέγγιση αποκλιμάκωσης, που στόχευε σε σταθεροποίηση της περιοχής, και όχι σε ενίσχυση της ισραηλινής επιρροής.

Οριακή μετατόπιση, όχι ρήξη

Παρά την κλιμάκωση των διαφορών, αναλυτές συμφωνούν ότι οι κινήσεις της κυβέρνησης Τραμπ δεν συνιστούν στρατηγική ρήξη με το Ισραήλ, αλλά έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης στη βάση των αμερικανικών συμφερόντων, όπως τα αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Τραμπ.

Η ιδεολογία της αποκλειστικότητας του Ισραήλ στην αμερικανική πολιτική αμφισβητείται, και η χώρα αντιμετωπίζεται πλέον ως μέλος μιας ευρύτερης εξίσωσης, όχι ως ιερός εταίρος.

Αυτή η εξέλιξη, σύμφωνα με τους αναλυτές, ενδέχεται να σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο στη στρατηγική της Ουάσινγκτον, όπου το Ισραήλ παραμένει σημαντικός σύμμαχος, αλλά όχι πλέον αδιαμφισβήτητος εταίρος.

Το μέλλον της σχέσης αυτής θα εξαρτηθεί από το αν ο Τραμπ θα παραμείνει πιστός στον πραγματισμό ή αν η πίεση του ισραηλινού λόμπι θα επαναφέρει την Ουάσινγκτον στην παραδοσιακή τροχιά υποταγής στις ισραηλινές στρατηγικές.