Κωνσταντινούπολη: Σε μια κλωστή οι ρωσοουκρανικές διαπραγματεύσεις- Συμβιβασμός ή επικοινωνιακό παιχνίδι;

 Κωνσταντινούπολη: Σε μια κλωστή οι ρωσοουκρανικές διαπραγματεύσεις- Συμβιβασμός ή επικοινωνιακό παιχνίδι;

Οι ρωσο-ουκρανικές διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη επανήλθαν στο προσκήνιο χτες και συνεχίζονται σήμερα, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία για την πορεία του πολέμου και τη δυναμική της διεθνούς διπλωματίας. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα απευθείας συνομιλιών μεταξύ Μόσχας και Κιέβου υπό την αιγίδα του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και εν αναμονή της ενεργής εμπλοκής του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Το εγχείρημα θεωρείται ιδιαίτερα περίπλοκο, καθώς απουσιάζουν οι δύο βασικοί ηγέτες, ενώ οι διαφορές των θέσεων παραμένουν βαθιές.

Ωστόσο, η ίδια η συγκυρία – με τις στρατιωτικές εξελίξεις στο πεδίο, τις πιέσεις από τη Δύση και τις προσπάθειες της Τουρκίας να διατηρήσει ρόλο διαμεσολαβητή – προσδίδει στις συνομιλίες ιδιαίτερη σημασία, τόσο ως προς την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός, όσο και ως προς την προοπτική διαμόρφωσης ενός πολιτικού πλαισίου ειρήνευσης.

Η Πέμπτη 15 Μαΐου ήταν η ημέρα κατά την οποία η Ουκρανία και η Ρωσία επρόκειτο να ξεκινήσουν απευθείας συνομιλίες που πρότεινε την περασμένη εβδομάδα ο Πούτιν.

Από την πλευρά της Ρωσίας, η σύνθεση της αντιπροσωπείας απέστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Επικεφαλής της είναι ο Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, πρώην υπουργός Πολιτισμού και νυν πρόεδρος της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων, ο οποίος είχε διατελέσει διαπραγματευτής και το 2022.

Στην αποστολή συμμετέχουν επίσης υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι: ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιχαήλ Γκαλούζιν, ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Αλεξάντρ Φομίν και ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Ιγκόρ Κοστιούκοφ.

Η απουσία του Βλαντιμίρ Πούτιν από την αποστολή και η δήλωση του εκπροσώπου του Κρεμλίνου ότι δεν σκοπεύει να ταξιδέψει στην Τουρκία ούτε τις επόμενες ημέρες, θεωρήθηκε από το Κίεβο ένδειξη έλλειψης σοβαρότητας.

Από ουκρανικής πλευράς, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι πέταξε στην Άγκυρα με καθυστέρηση και εξαπέλυσε δριμεία κριτική για το χαμηλό επίπεδο της ρωσικής αποστολής, υπονοώντας ότι δεν ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα της συγκυρίας. Ωστόσο, μετά από πολύωρη συνάντηση με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αποφάσισε τελικά να αποστείλει στις διαπραγματεύσεις τον υπουργό Άμυνας Ρουστέμ Ουμέροφ, ο οποίος είχε λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις του 2022 και θεωρείται από τα πλέον μετριοπαθή στελέχη της ουκρανικής κυβέρνησης.

Ο Ουμέροφ, γνωστός για τον συμβιβαστικό του χαρακτήρα, θεωρείται από κύκλους του Κιέβου ως η καταλληλότερη επιλογή για επικεφαλής διαπραγματευτής. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιλογή του σηματοδοτεί μια κάποια συνέχεια με τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις, αφού και τότε ήταν ενεργό μέλος της ουκρανικής αντιπροσωπείας, ενώ και ο Μεντίνσκι παραμένει επικεφαλής της ρωσικής πλευράς.

Οι θέσεις των δύο πλευρών, τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιων δηλώσεων, παραμένουν αναλλοίωτες. Η Ουκρανία ζητά άμεση και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός για 30 ημέρες, θεωρώντας τη ως το πρώτο βήμα προς την ειρήνη. Η Ρωσία, από την άλλη, δηλώνει έτοιμη να συζητήσει μια συνολική συμφωνία ειρήνης, βασισμένη στο σχέδιο του 2022. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αποκλεισμό ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, περιορισμό των Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας, εγγυήσεις από τα πέντε μόνιμα μέλη του ΟΗΕ και όρους “αποναζιστικοποίησης”.

Η προσέλευση του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ Στίβεν Γουίτκοφ στην Τουρκία την Παρασκευή και η παρουσία του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο στην Αττάλεια προσθέτουν ένα διεθνές βάρος στη διαδικασία, αν και η απουσία του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε προτείνει τις συνομιλίες, θεωρήθηκε προβληματική. Ο ίδιος ο Τραμπ υποβάθμισε τις επικρίσεις, δηλώνοντας ότι «τίποτα δεν θα αποφασιστεί χωρίς τη δική του παρουσία», και προσέθεσε πως «θα πρέπει να συναντηθεί με τον Πούτιν». Κατά συνέπεια, δεν προτίθεται να επιβάλει σκληρά μέτρα κατά της Μόσχας για την ώρα.

Ο Ζελένσκι, με τη σειρά του, προσπάθησε να εμφανιστεί ως εποικοδομητικός συνομιλητής, υπογραμμίζοντας την πρόθεση της Ουκρανίας για ειρήνη και παρουσιάζοντας τη Ρωσία ως υπεύθυνη για την αποτυχία οποιασδήποτε προόδου. Όμως, η καθυστέρηση της ουκρανικής συμμετοχής και η δημόσια επίθεση στην αντιπροσωπεία της Μόσχας ίσως αποδυναμώνουν το ουκρανικό αφήγημα, ειδικά στο βλέμμα του Τραμπ, ο οποίος ζητούσε άμεση έναρξη των συνομιλιών.

Το Κρεμλίνο, από την άλλη, φαίνεται να επιδιώκει κυρίως να δείξει «ετοιμότητα διαπραγμάτευσης» ώστε να αποφύγει νέες κυρώσεις και να διατηρήσει ανοικτό δίαυλο με τις ΗΠΑ. Επιπλέον, δεν αποκλείεται να ελπίζει ότι με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση στο πεδίο της μάχης θα επιδεινωθεί για την Ουκρανία, αναγκάζοντας το Κίεβο να δεχθεί όρους που σήμερα απορρίπτει.

Η απουσία των δύο προέδρων από την Κωνσταντινούπολη αναδεικνύει την έλλειψη πολιτικής βούλησης για συμφωνία σε αυτή τη φάση. Οι συνομιλίες που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν τις επόμενες ώρες ή και ημέρες, πιθανότατα θα είναι διερευνητικού χαρακτήρα, χωρίς προοπτική άμεσης κατάληξης. Παρόλα αυτά, η επαναφορά στο τραπέζι των συνομιλιών, μετά από μήνες στρατιωτικού αδιεξόδου, είναι από μόνη της ένα γεγονός με συμβολική και πολιτική σημασία.

Οι προοπτικές για ειρηνευτική συμφωνία παραμένουν θολές. Το πιθανότερο σενάριο είναι να επιτευχθεί προσωρινή κατάπαυση του πυρός — αν συμφωνηθεί — και όχι συνολική συμφωνία. Ακόμη και αυτή, όμως, θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές αποφάσεις σε Ουάσινγκτον και Μόσχα και την εσωτερική δυναμική στην Ουκρανία, όπου το πολιτικό κόστος κάθε παραχώρησης είναι τεράστιο.

Πάντως δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη μια συνάντηση Πούτιν-Τραμπ στην Τουρκία τις επόμενες ώρες, που σίγουρα θα προκαλέσει σεισμό. Εξάλλου ο Αμερικανός Πρόεδρος αρέσκεται να κάνει απρογραμμάτιστες δηλώσεις και εμφανίσεις. Το θέμα είναι αν θα ακολουθήσει και ο Πούτιν που δεν κάνει τίποτα χωρίς προετοιμασία και προγραμματισμό.

Εν κατακλείδι, η συνάντηση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί ένα διπλωματικό πείραμα εντός ενός σύνθετου γεωπολιτικού πλαισίου. Αν η διαδικασία εξελιχθεί θετικά, ίσως ανοίξει ο δρόμος για νέα προσέγγιση στις συνομιλίες. Αν αποτύχει, κινδυνεύει να βαθύνει την κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των πλευρών και να ανατρέψει την όποια διπλωματική δυναμική είχε προκύψει με την πρωτοβουλία Τραμπ.