Ο Τραμπ στη Μέση Ανατολή για τη “σπουδαία ανακοίνωση”-Ραγδαίες εξελίξεις στο μέτωπο με το Ιράν
Εν αναμονή του ταξιδιού του Ντόναλντ Τραμπ στη Μέση Ανατολή και με φόντο τη δήλωσή του για μια “μεγάλη και σπουδαία ανακοίνωση” τις επόμενες ημέρες, επανέρχεται στο προσκήνιο η πυρηνική διαμάχη με το Ιράν (και μάλιστα την ώρα που ξεσπά στην περιοχή ακόμη ένα μέτωπο Ινδίας-Πακιστάν), καθώς η Ουάσινγκτον φλερτάρει ταυτόχρονα με τη ρήξη και την επαναδιαπραγμάτευση. Οι τελευταίες δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου υπογραμμίζουν μια νέα σκληρή γραμμή, η οποία όμως έρχεται σε αντίθεση τόσο με ορισμένες από τις προηγούμενες τοποθετήσεις του ίδιου όσο και με την πιο ρεαλιστική στάση που έχουν επιδείξει μέλη της διπλωματικής του ομάδας.
Αυτή η ασάφεια αποτυπώνει εύγλωττα τις εσωτερικές αντιφάσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας ως προς τη στρατηγική της στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα — μια κρίσιμη συνιστώσα για την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και τις σχέσεις της Δύσης με την Τεχεράνη.
Οι δηλώσεις του Τραμπ στην εκπομπή Meet the Press του NBC, όπου τάχθηκε υπέρ της “πλήρους διάλυσης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν”, εξέπληξαν ακόμα και στενούς του συνεργάτες. Παράλληλα, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επαναφέρει τις αυστηρότερες κυρώσεις που είχαν επιβληθεί πριν από τη συμφωνία του 2015, γεγονός που δημιουργεί αναταράξεις στους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης.
- Η αναβολή του επόμενου γύρου συνομιλιών με το Ιράν, χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα επαναπροσδιορισμού τους, ερμηνεύτηκε ως σημάδι διπλωματικής αμηχανίας, και όχι ως τακτικός ελιγμός σύμφωνα με αναλυτές.
Πέρα από τις δηλώσεις, η ουσία βρίσκεται στις αντιφατικές στρατηγικές που εφαρμόζει η διοίκηση Τραμπ. Από τη μία, προβάλλεται η θέση της ολοκληρωτικής αποπυρηνικοποίησης, ενώ από την άλλη ακούγονται φωνές —όπως εκείνη του προεδρικού απεσταλμένου Στίβεν Γουίτκοφ— που τάσσονται υπέρ μιας περιορισμένης συμφωνίας, με ανώτατο όριο εμπλουτισμού στο 3,67%, κατά το πρότυπο της συμφωνίας του 2015 από την οποία ο ίδιος ο Τραμπ αποσύρθηκε το 2018. Ο Γουίτκοφ έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι το Ιράν «δεν χρειάζεται να εμπλουτίζει πέρα από αυτό το ποσοστό», ενώ σημείωσε πως η διατήρηση ενός μη στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος, υπό αυστηρό έλεγχο, μπορεί να αποτελέσει μια ρεαλιστική οδό αποκλιμάκωσης.
Ωστόσο, ο Τραμπ δείχνει να υιοθετεί ρητορικά την πιο ακραία εκδοχή της διαπραγματευτικής στρατηγικής: απόλυτη πίεση, απουσία παραχωρήσεων και αιφνίδιες μεταστροφές. Αυτή η τακτική, σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, προσιδιάζει σε μια επιθετική μέθοδο παζαριού, όπου το χάος είναι εσκεμμένο και στόχο έχει την αποδιοργάνωση του αντιπάλου. Όταν ερωτήθηκε αν σκοπός του είναι να περιορίσει ή να διαλύσει το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, η απάντησή του ήταν κατηγορηματική: “Πλήρης διάλυση. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή”.
- Η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με πιο πραγματιστικές φωνές στο εσωτερικό της Ουάσινγκτον, που προειδοποιούν ότι ένα τέτοιο τελεσίγραφο δύσκολα θα γίνει αποδεκτό από την Τεχεράνη, ενώ αυξάνει τις πιθανότητες πολεμικής σύγκρουσης, κυρίως με το Ισραήλ που πιέζει για στρατιωτική λύση.
Πράγματι, τα φιλοϊσραηλινά λόμπι στην Ουάσινγκτον εντείνουν τις πιέσεις προς τον Τραμπ. Ο Μαρκ Ντούμποβιτζ, επικεφαλής του Ιδρύματος για την Υπεράσπιση των Δημοκρατιών, δήλωσε ότι η μόνη αποδεκτή λύση είναι η “πλήρης διάλυση του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένης της παύσης του εμπλουτισμού και της εγκατάλειψης κάθε δυνατότητας πυρηνικής εκτόξευσης”.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Άντρεα Στρίκερ από το ίδιο ίδρυμα υποστήριξε ότι η μόνιμη και επαληθεύσιμη αποπυρηνικοποίηση απαιτεί τη στρατιωτική απειλή ως μοχλό πίεσης, καθώς και την επιβολή ακόμα σκληρότερων κυρώσεων. Όμως, αυτές οι τοποθετήσεις απέχουν σημαντικά από τη διεθνή συναίνεση, με πολλούς ειδικούς να τις θεωρούν μη ρεαλιστικές και επικίνδυνες.
Ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, πρώην διπλωμάτης και αναλυτής στο Carnegie Endowment, τόνισε χαρακτηριστικά ότι η εμμονή στην ολοκληρωτική κατάργηση του εμπλουτισμού ισοδυναμεί με ανυπαρξία εναλλακτικής συμφωνίας. Παράλληλα, η Κέλσι Ντάβενπορτ, διευθύντρια του προγράμματος μη διάδοσης όπλων της Ένωσης Ελέγχου των Όπλων, δήλωσε ότι το μοντέλο πλήρους αποσυναρμολόγησης τύπου Λιβύης είναι ακατάλληλο για το Ιράν και ότι “το μήνυμα που στέλνουν οι ΗΠΑ είναι ότι δεν ενδιαφέρονται για μια ρεαλιστική συμφωνία”.
Στην ιρανική πλευρά, οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενα έντονες. Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αράκτσι κατηγόρησε τον Μπενιαμίν Νετανιάχου ότι επιχειρεί να σύρει τις ΗΠΑ σε νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή, παρεμβαίνοντας ευθέως στην αμερικανική εσωτερική πολιτική. Σε σχετική ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Αράκτσι προειδοποίησε ότι το Ιράν “δεν θα ανεχθεί άλλο ένα αμερικανικό τελεσίγραφο”, ιδίως αν αυτό προκύψει από παρακίνηση τρίτων δυνάμεων.
Η αστάθεια που εκπέμπει η πολυφωνία στο επιτελείο Τραμπ έχει ήδη συνέπειες στο πεδίο: οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν υποστηρίξει την πυρηνική συμφωνία του 2015, εμφανίζονται επιφυλακτικοί στο να επαναληφθεί το ίδιο μοντέλο υπό την ηγεσία Τραμπ, καθώς δεν εμπιστεύονται τη σταθερότητα των αμερικανικών θέσεων. Επιπλέον, η Τεχεράνη έχει διαμηνύσει ότι δεν θα δεχθεί καμία συμφωνία που αποκλείει το δικαίωμά της στην ειρηνική πυρηνική ενέργεια, θέτοντας έτσι τις βάσεις για πιθανή επανάληψη του αδιεξόδου.
- Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν ο Τραμπ όντως επιδιώκει συμφωνία, ή αν η πολεμική ρητορική του αποσκοπεί κυρίως στην εσωτερική κατανάλωση και την ικανοποίηση των συμμαχικών του λόμπι. Η αναφορά του σε δηλώσεις ότι “το Ιράν έχει τόσο πετρέλαιο που δεν χρειάζεται πυρηνική ενέργεια” αποκαλύπτει μια απλοϊκή αντίληψη της ενεργειακής πολιτικής και ενδεχομένως την άγνοια των τεχνικών και γεωπολιτικών παραμέτρων του πυρηνικού φακέλου.
Εν κατακλείδι, η αλλαγή στάσης του Τραμπ στο ιρανικό πυρηνικό ζήτημα δεν αντικατοπτρίζει μια συνεκτική στρατηγική, αλλά μια τακτική “αμφιθυμίας” που εναλλάσσει τον διάλογο με την απειλή. Εάν δεν υπάρξει σαφής επανατοποθέτηση της Ουάσινγκτον, τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τα μέσα επίτευξής τους, το ενδεχόμενο μιας επικίνδυνης κρίσης με απρόβλεπτες συνέπειες για τη Μέση Ανατολή παραμένει ανοιχτό…. Και όλα αυτά ενώ στις δυσμενείς εξελίξεις στη “γειτονιά” προστίθεται τις τελευταίες ώρες ακόμη μία πολεμική σύρραξη μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν.