Ανάλυση: Ο αποδυναμωμένος νέος Καγκελάριος με τις αμφίσημες πολιτικές έναντι του AfD

Ανάλυση: Ο αποδυναμωμένος νέος Καγκελάριος με τις αμφίσημες πολιτικές έναντι του AfD

Μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες και έντονη εσωκομματική αμφισβήτηση, ο Φρίντριχ Μερτς αναδείχθηκε τελικά νέος καγκελάριος της Γερμανίας, ωστόσο η ανάληψη της εξουσίας του συνοδεύεται από αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση και διάχυτη κοινωνική δυσπιστία. Αν και η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και η βαυαρική της σύμμαχος, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), επικράτησαν στις ομοσπονδιακές εκλογές του Φεβρουαρίου, η άνοδος του Μερτς στην καγκελαρία δεν υπήρξε αποτέλεσμα ενός εκλογικού θριάμβου, αλλά μιας πολιτικής συμφωνίας ανάγκης με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).

Ο σχηματισμός ενός συνασπισμού που κάποτε θα θεωρούνταν «μεγάλος», σήμερα αντανακλά περισσότερο την αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων να αρθρώσουν πειστικό πολιτικό όραμα, καθώς μαζί εκπροσωπούν μόλις το 45% του εκλογικού σώματος.

Η εικόνα ενός καγκελαρίου που εξελέγη μόλις στον δεύτερο γύρο ψηφοφορίας στην Bundestag και χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό κύρος, συνθέτει ένα πολιτικό σκηνικό εύθραυστης σταθερότητας.

Η προσωπική δημοτικότητα του Μερτς είναι ιστορικά χαμηλή για καγκελάριο, γεγονός που απειλεί ευθέως τη βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Forsa για το περιοδικό Stern, μόλις το 21% των Γερμανών τον θεωρεί αξιόπιστο, ενώ η τάση είναι σταθερά πτωτική. Η εικόνα επιδεινώνεται περαιτέρω από την εντύπωση ότι μόνο το 40% τον βλέπει ως ισχυρό ηγέτη, ενώ μόλις το 27% πιστεύει ότι κατανοεί τις ανησυχίες της κοινωνίας. Το μοναδικό χαρακτηριστικό που του αποδίδεται θετικά είναι ότι «μιλάει κατανοητά», με ένα 60% να συμφωνεί — προφανώς ανεπαρκές προσόν για έναν ηγέτη σε περίοδο σύνθετων κρίσεων.

Η συμμαχία του CDU/CSU με το SPD χαρακτηρίζεται περισσότερο από την ανάγκη αποφυγής ακυβερνησίας παρά από κοινό πολιτικό όραμα. Όπως επισημαίνει η πολιτική επιστήμονας Ursula Münch, η στήριξη του συνασπισμού δεν διαθέτει λαϊκή δυναμική και αυτό δημιουργεί ενδογενή αδυναμία. Η μείωση της εκλογικής επιρροής των μεγάλων κομμάτων και η διαρκής άνοδος των ριζοσπαστικών δυνάμεων, κυρίως της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), επιβάλλουν στον Μερτς να επινοήσει έναν πειστικό λόγο ηγεμονίας — κάτι που, μέχρι στιγμής, δεν έχει καταφέρει.

Η αναξιοπιστία του Μερτς ενισχύεται από μια σειρά επιλογών που αποδομούν τη συνέπειά του. Τον Ιανουάριο του 2025, προκάλεσε σοκ όταν, για πρώτη φορά στην ιστορία του CDU, πέρασε πρόταση νόμου με τις ψήφους του AfD, ενός κόμματος που τμήματά του χαρακτηρίζονται απειλή για τη δημοκρατική τάξη από τις γερμανικές αρχές ασφαλείας.

Ακόμη μεγαλύτερη αποδοκιμασία προκάλεσε η αναδίπλωση του Μερτς στο θέμα του δημοσιονομικού φρένου, όταν συμφώνησε με το SPD και τους Πράσινους σε χαλάρωση της αυστηρής γραμμής για το χρέος, εγκρίνοντας νέα δάνεια ύψους 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας είχε διαβεβαιώσει επανειλημμένα ότι θα υπερασπιστεί τη δημοσιονομική πειθαρχία, οδηγώντας έτσι το 73% των Γερμανών να τον θεωρεί αναξιόπιστο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ZDF, συμπεριλαμβανομένου του 44% των ίδιων των υποστηρικτών του CDU/CSU.

Αξιοσημείωτη είναι και η δυσκολία του Μερτς να απευθυνθεί στις γυναίκες ψηφοφόρους, ειδικά τις νεότερες. Έρευνα του Forsa του Μαρτίου 2024 έδειξε ότι μόλις το 9% των γυναικών 18-29 ετών τον θεωρεί κατάλληλο για την καγκελαρία. Η εικόνα αυτή συνδέεται με το ιστορικό του: από την αρνητική ψήφο του το 1997 ενάντια στην ποινικοποίηση του βιασμού εντός γάμου, μέχρι τις πρόσφατες δηλώσεις κατά της ισότητας στα κυβερνητικά όργανα και φωτογραφίες που απεικονίζουν την ηγετική ομάδα του CDU αποκλειστικά μεσήλικες άνδρες.

Η αντίληψη ότι ο Μερτς εκφράζει έναν παρωχημένο συντηρητισμό, ενισχύεται περαιτέρω και από τη σκληρή του στάση απέναντι στη Ρωσία, η οποία τον έχει καταστήσει ανεπιθύμητο στην ανατολική Γερμανία, παραδοσιακό προπύργιο των λαϊκιστικών και φιλορωσικών τάσεων.

Η στρατηγική του Μερτς απέναντι στο AfD αποτελεί ίσως το πιο επικίνδυνο στοίχημά του. Επιδιώκοντας να επαναφέρει το CDU στα ποσοστά του παρελθόντος και να «κόψει στη μέση το AfD», όπως διακήρυξε το 2018, όχι μόνο απέτυχε, αλλά φαίνεται να πέτυχε το αντίθετο: από τη στιγμή που ανέλαβε ξανά την ηγεσία του CDU το 2022, τα ποσοστά του κόμματος δεν ξεπέρασαν το 24%, ενώ το AfD εκτοξεύθηκε από το 11% στο 24%, φέρνοντας τα δύο κόμματα σε απόλυτη ισοπαλία. Η αδυναμία του CDU να οριοθετηθεί καθαρά τόσο από τη ριζοσπαστική Δεξιά όσο και από το κυβερνητικό Κέντρο, αφήνει το κόμμα εγκλωβισμένο ανάμεσα σε δύο κόσμους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Η καγκελαρία του Φρίντριχ Μερτς δεν εγκαινιάζει μια νέα πολιτική εποχή για τη Γερμανία, αλλά μάλλον φανερώνει τη δυσκολία της χώρας να διαμορφώσει ισχυρές πολιτικές πλειοψηφίες σε ένα κατακερματισμένο κομματικό σύστημα.

Με τη λαϊκή του αποδοχή στο ναδίρ, το AfD να παραμένει υπολογίσιμη δύναμη, και τη δυσαρέσκεια να εντείνεται εντός και εκτός του CDU, ο Μερτς καλείται να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον όπου η ισορροπία εξουσίας εξαρτάται από εύθραυστους συμβιβασμούς και η πολιτική φθορά μπορεί να έρθει πολύ πιο γρήγορα από την εξουσία.

Σχετικά Άρθρα