ΗΠΑ-ΙΡΑΝ: Αποκλίσεις στα όρια ρήξης αναδεικνύει η αναβολή του 4ου γύρου διαπραγματεύσεων

ΗΠΑ-ΙΡΑΝ: Αποκλίσεις στα όρια ρήξης αναδεικνύει η αναβολή του 4ου γύρου διαπραγματεύσεων

Παρά την αρχική συγκρατημένη αισιοδοξία που είχε καλλιεργηθεί έπειτα από τους τρεις πρώτους γύρους των πυρηνικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον, η αιφνίδια αναβολή του τέταρτου γύρου, ο οποίος ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο Σάββατο, ήρθε να υπογραμμίσει τις βαθιές αποκλίσεις στις προθέσεις και τις επιδιώξεις των δύο πλευρών. Η αναβολή δεν συνιστά απλώς τεχνική ή οργανωτική εμπλοκή, αλλά αποτελεί σύμπτωμα μιας δομικής ασυμβατότητας που διέπει την αντίληψη των δύο πρωταγωνιστών για τη φύση, το περιεχόμενο και τους όρους μιας πιθανής νέας συμφωνίας. Η Ουάσιγκτον δείχνει να επιδιώκει μια αναθεωρημένη, συνολική συμφωνία που να αγγίζει όχι μόνο το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά και την περιφερειακή του συμπεριφορά και τους βαλλιστικούς πυραύλους.

Από την άλλη πλευρά, η Τεχεράνη αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ με καχυποψία, θεωρώντας ότι συνεχίζουν να επιδεικνύουν αντιφατική συμπεριφορά, επιβάλλοντας νέες κυρώσεις ακόμη και εν μέσω διαπραγματεύσεων, ενώ παράλληλα προωθούν ρητορική που αντιβαίνει στην ουσία της διαπραγμάτευσης.

Το χάσμα αυτό δεν είναι απλώς πολιτικό· είναι στρατηγικό και ιδεολογικό, κάτι που καθιστά κάθε απόπειρα επαναπροσέγγισης εύθραυστη και επισφαλή, ενώ την ίδια στιγμή εντείνεται η εξωτερική πίεση – κυρίως από το Ισραήλ και την ευρωπαϊκή τριάδα – που φαίνεται να λειτουργούν παρελκυστικά στην ήδη επιβαρυμένη διπλωματική διαδικασία.

Η αμερικανική πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, επιμένει σε μία πολυεπίπεδη προσέγγιση, που περιλαμβάνει τόσο την παύση του εμπλουτισμού ουρανίου, όσο και τον περιορισμό των ιρανικών βαλλιστικών δυνατοτήτων και την αναδίπλωση της ιρανικής περιφερειακής επιρροής.

Η Τεχεράνη, διά του υπουργού Εξωτερικών Αμπάς Αρακτσί, προβάλλει το νομικό δικαίωμα της χώρας να εμπλουτίζει ουράνιο βάσει της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (NPT) και χαρακτηρίζει την αμερικανική στάση αντιφατική και υπονομευτική. Η συνομιλία Αρακτσί – Γκουτέρες και ο ήπιος τόνος της σχετικής ανακοίνωσης δεν έκρυψαν την έντονη δυσαρέσκεια της ιρανικής πλευράς.

  • Η σιωπή της Ουάσιγκτον σχετικά με τους λόγους της αναβολής έχει ερμηνευτεί από πολλούς ως ένδειξη επιτυχίας της ισραηλινής διπλωματίας, η οποία, σύμφωνα με ιρανικές πηγές, λειτούργησε υπονομευτικά στις προπαρασκευαστικές συνομιλίες τόσο με την Ευρώπη όσο και σε επίπεδο διεθνούς κοινής γνώμης, μετατοπίζοντας το πλαίσιο των συζητήσεων προς πιο επιθετικές απαιτήσεις.

Η διακοπή των διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας του ιρανικού κοινοβουλίου Χεσματολάχ Φαλαχατπισέ, οφείλεται σε τρεις κύριους λόγους: την αμερικανική αδιαλλαξία και αβεβαιότητα, την πολυπλοκότητα των ευρωπαϊκών και ισραηλινών συμφερόντων και, τέλος, τις εσωτερικές ανακατατάξεις στην αμερικανική πλευρά, ιδίως την αποπομπή του Μάικλ Γουόλτς από τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας.

Οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις στην αμερικανική ομάδα ασφαλείας επισημαίνονται ως ιδιαίτερα κρίσιμες. Ορισμένοι Ιρανοί αναλυτές ερμηνεύουν την αποπομπή του Γουόλτς ως ένδειξη ότι ο Τραμπ επιχειρεί να ενοποιήσει τις διπλωματικές του γραμμές και να επιβάλει πιο συνεπή πολιτική στο ζήτημα του Ιράν. Παράλληλα, η πιθανή ενίσχυση του ρόλου του Στίβεν Γουίτκοφ θεωρείται από τους ίδιους ως απόπειρα να συνεχιστεί η πίεση, αλλά με πιο επαγγελματικό και τεχνικά καταρτισμένο τρόπο.

  • Η θέση του Ομάν ως ουδέτερου μεσολαβητή εξακολουθεί να θεωρείται καθοριστική, αν και η έλλειψη πληροφορίας για το ποιος ζήτησε τελικά την αναβολή προσδίδει έναν χαρακτήρα διπλωματικής ασάφειας στην όλη διαδικασία. Η επιλογή της Ρώμης ως τόπου διεξαγωγής των συνομιλιών, η επιμονή των ΗΠΑ να ανασχηματίσουν την ομάδα τους και η συνεχιζόμενη κλιμάκωση των απαιτήσεών τους ερμηνεύονται από ιρανικούς κύκλους ως απόπειρα πρόκλησης και ταπείνωσης της Τεχεράνης πριν από οποιαδήποτε επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Ο πολιτικός αρθρογράφος Μοχάμαντ Σαφάρι, σε άρθρο του στην εφημερίδα Siyasat Rooz, ασκεί έντονη κριτική στην Ουάσιγκτον, υποστηρίζοντας ότι οι εσωτερικές διαφωνίες στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τη συστηματική υπονόμευση του Ισραήλ, καθιστούν τις διαπραγματεύσεις αναξιόπιστες.

Η άποψή του συνοψίζεται στο ότι η Ουάσιγκτον φέρεται ασταθώς, κάτι που, όπως υπογραμμίζει, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μία σοβαρή και διαρκή συμφωνία. Η θέση του είναι ότι η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν ιστορικά προηγούμενα τορπιλισμού συμφωνιών, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη μονομερή αποχώρησή τους από τη συμφωνία του 2015 (JCPOA).

  • Η διαρκής επίκληση των θέσεων του Ρούμπιο ως προϋπόθεση για συμφωνία (παύση εμπλουτισμού, περιορισμός πυραύλων και περιφερειακής παρουσίας) φέρνει στο προσκήνιο την υπόγεια μετακίνηση της διαπραγμάτευσης από τα πυρηνικά σε ένα ευρύτερο φάσμα γεωπολιτικών απαιτήσεων, κάτι που η Τεχεράνη θεωρεί απαράδεκτο. Παρότι η πλήρης κατάρρευση των συνομιλιών δεν φαίνεται άμεσα ορατή, η παράτασή τους και η μετατροπή τους σε ένα διπλωματικό παιχνίδι φθοράς ευνοεί περισσότερο τους πολέμιους της συμφωνίας.

Σε αυτό το σημείο, τίθεται σοβαρά το ερώτημα αν ο μηχανισμός επανενεργοποίησης των κυρώσεων από την ευρωπαϊκή τρόικα (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή νωρίτερα από την ημερομηνία λήξης της συμφωνίας του 2015 (18 Οκτωβρίου 2025).

  • Η προειδοποίηση του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ζαν-Νοέλ Μπαρό, ότι το Παρίσι «δεν θα διστάσει» να επαναφέρει τις κυρώσεις του ΟΗΕ αν αποτύχουν οι συνομιλίες, αποτελεί σαφές μήνυμα απογοήτευσης και πίεσης.

Αν τελικά ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός αυτός, τότε η πολιτική βαρύτητα των διαπραγματεύσεων θα εξανεμιστεί, και κάθε επόμενος γύρος θα είναι απλώς επικοινωνιακή διαχείριση του αδιεξόδου.

Το μέλλον των συνομιλιών παραμένει επισφαλές, αν και όχι μη αναστρέψιμο. Η διπλωματική δυναμική υπάρχει ακόμη, ωστόσο είναι σαφές πως τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Τεχεράνη καλούνται να προχωρήσουν σε επανεκτίμηση των προτεραιοτήτων και των κόκκινων γραμμών τους. Αν δεν υπάρξει ρεαλισμός και συγκλίσεις στα βασικά, τότε το ενδεχόμενο νέας κρίσης στον Περσικό Κόλπο δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Σχετικά Άρθρα