Η στρατηγική του διλήμματος για σταθερότητα από τη Ν.Δ, και το (επικίνδυνα) αβέβαιο “μετά”…

Η στρατηγική του διλήμματος για σταθερότητα από τη Ν.Δ, και το (επικίνδυνα) αβέβαιο “μετά”…

Παρά τις επίμονες δημόσιες διαψεύσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι δεν ισχύει ο πακτωλός παροχών που αναφέρεται σε ρεπορτάζ φιλοκυβερνητικών μέσων (από την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ έως την 13η και 14η σύνταξη), το επικοινωνιακό “μασάζ” κατορθώνει να ανακόψει την δημοσκοπική πτώση της Ν.Δ, όχι όμως και να δημιουργήσει προϋποθέσεις γρήγορης ανάταξης.

Στις μετρήσεις που δημοσιεύονται καθένας μπορεί να επιλέξει τα στοιχεία που προτιμά. Στην Πρόθεση Ψήφου (που ισοδυναμεί με στέρεα βούληση) το κυβερνών κόμμα βρίσκεται κάτω από το ψυχολογικό όριο του 25%, που “ξεκλειδώνει” το κλιμακωτό μπόνους του ισχύοντος εκλογικού νόμου, στην Εκτίμηση Εκλογικού Αποτελέσματος πλησιάζει το άλλο ψυχολογικό όριο του 30%, ώστε να διαγράφονται ελπίδες για την επίτευξη αυτοδυναμίας σε μία δεύτερη εκλογική αναμέτρηση (36-38% σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους) την άνοιξη του 2027.

Οι νουνεχείς του οικονομικού επιτελείου αναφέρουν σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες πως ο (νέος) δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί για να κατανεμηθεί σε εστιασμένες παροχές θα κυμανθεί από 1,4 έως και 2 δισ. ευρώ. Τα μέτρα που δημοσιεύονται σε κάποια μέσα υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά τα περιθώρια, δεν λαμβάνουν, δε, υπόψη τους ότι την τελευταία λέξη θα έχει σε κάθε περίπτωση η Κομισιόν.

Οι παροχές, ωστόσο, της τελευταίας στιγμής δεν ήταν ποτέ ένα εκλογικό “όπλο” στο οποίο μπορούσε να βασιστούν οι κυβερνήσεις. Ο Κ. Σημίτης, το 2003, υποσχέθηκε “λαγούς με πετραχήλια” συνολικής αξίας πάνω από 1 δισ. και λίγους μήνες αργότερα έχασε τις εκλογές από τον Κ. Καραμανλή. Ακόμα και ο Αλ. Τσίπρας έδωσε σημαντικό μέρος της 13ης σύνταξης λίγο πριν ηττηθεί στις εκλογές. Πολλοί ψηφοφόροι εισπράττουν τις παροχές και τιμωρούν με την ψήφο τους.

Υπό κανονικές συνθήκες, μία κυβέρνηση στον έκτο χρόνο της θητείας της θα έπρεπε να προετοιμάζεται να επιβεβαιώσει τον “κανόνα των δύο κύκλων”. Το γεγονός ότι δικαίως ο Κυρ. Μητσοτάκης φιλοδοξεί ότι μπορεί να ανοίξει έναν τρίτο, δεν έχει να κάνει με τις παροχές που θα παρουσιάσει στη ΔΕΘ (αναμφίβολα θα βοηθήσουν), ούτε με τους πολιτικούς ελιγμούς σε συνδυασμό αυτοκριτικής και αυστηροποίησης, όπως συμβαίνει τώρα με την ομολογία αποτυχίας σχετικά με την τόσο διαφημισμένη πανεπιστημιακή αστυνομία. Το δεξιότερο κοινό της Ν.Δ θα συνεχίσει να αμφιβάλλει για την εγκληματικότητα που επιμένει και το αίσθημα ανασφάλειας, το μεταναστευτικό (που μπορεί πάλι να ξεφύγει εάν υπάρξουν επιστροφές από τη Γερμανία), και δεν θα ξεχάσει εύκολα τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Το σημαντικότερο επιχείρημα που θα μετατραπεί σε σκληρό προεκλογικό δίλημμα από τον πρωθυπουργό είναι πώς όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι, και στα δεξιά, και στο κέντρο, δεν έχουν που αλλού να πάνε. Η “μαύρη τρύπα” του πολιτικού συστήματος, που είναι η απώλεια στήριξής του στον παλαιό, ή τον πιό πρόσφατο δικομματισμό, αποτελεί ευκαιρία για τη Ν.Δ που, παρά την κρίση της, παραμένει σχετικά συμπαγής, έστω και σε αυτή τη χαμηλή βάση.

Όμως, σε μία Βουλή οκτώ έως δέκα κομμάτων -σύμφωνα με τις μετρήσεις- τα περιθώρια κυβέρνησης συνεργασίας εξανεμίζονται, η δε αυτοδυναμία καθίσταται μονόδρομος. Η Ν.Δ δεν μπορεί να ελπίζει σε κυβερνητικό εταίρο μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, ακόμα κι αν εκδηλωθούν διασπάσεις (π.χ στο ΠΑΣΟΚ), ή βάλει νερό στο κρασί του κάποιο κόμμα στα δεξιά της που σήμερα απορρίπτει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο- το πιθανότερο είναι πως δεν θα φτάνει ένα κόμμα για συνεργασία.

Για τον Κυρ. Μητσοτάκη, όλα θα παιχθούν στην δεύτερη κάλπη, μέσα σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, όπου ο ψηφοφόρος θα κληθεί να αποφασίσει εάν πρέπει να υπάρξει κυβέρνηση, ή θα εξαντλήσει την τιμωρητική του διάσταση, στην “λογική” του… γαία πυρί μιχθήτω, ενισχύοντας τον (δήθεν) αντισυστημισμό.

Προφανώς, το κυβερνητικό επιτελείο προσεγγίζει την στρατηγική του προς τις επόμενες εκλογές με επί μέρους τακτικές κινήσεις του τύπου “ένα βήμα τη φορά”. Ο στόχος είναι προφανής: η Ν.Δ επιδιώκει, μετά τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ, να οικοδομήσει δημοσκοπική βάση που να περνάει έστω και λίγο το όριο του 30%. Έτσι, μπορεί να ελπίζει ότι θα προσθέσει έξι ή επτά επιπλέον μονάδες στον χρόνο που θα απομένει μέχρι τις εκλογές, και παράλληλα να ενισχύσει το δίλημμα περί πολιτικής σταθερότητας. Ως προς αυτό, με την κατάσταση που επικρατεί στην κεντροαριστερά, ο πρωθυπουργός δεν έχει αντίπαλο, εάν δε η Πλεύση Ελευθερίας εξακολουθήσει να βρίσκεται στη δεύτερη θέση, έστω και ελάχιστα μπροστά από το ΠΑΣΟΚ, στο πρόσωπο της Ζωής Κωνσταντοπούλου θα αναδείξει τον κίνδυνο που μπορεί να επέλθει.

Κανένα κομματικό επιτελείο, ωστόσο, δεν μπορεί να σκεφτεί και να προβλέψει τι συνεπάγεται για τη χώρα μία οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας κυβέρνηση σε αυτό το διεθνώς και εσωτερικά ταραγμένο τοπίο της μεγάλης αβεβαιότητας. Τι συνεπάγεται για την οικονομία, τις κοινωνικές ανισότητες που βάζουν φωτιά, την “παραίτηση” σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού, όπως και για τα εθνικά θέματα. Κανείς δεν θέτει το ερώτημα σχετικά με το ότι από τις επόμενες εκλογές δεν πρέπει απλώς να προκύψει μία κάποια κυβέρνηση, αλλά ένα νέο δίπολο που να μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες μιας πιό “υγιούς” αντιπαράθεσης, άρα και μιας σχετικής νέας ισορροπίας.

Κυβέρνηση οριακής πλειοψηφίας, άρα εύθραυστη και μικρού προσδόκιμου πολιτικής επιβίωσης, από τη μία, και μία πολυδιασπασμένη αντιπολίτευση με ενισχυμένες τις ακραίες φωνές από δημαγωγούς και “σωτήρες”, συνιστούν εξαιρετικά επικίνδυνο μείγμα που δεν θα επιλύσει -όπως η κυβέρνηση επιδιώκει- το θέμα της πολιτικής σταθερότητας, αλλά θα παρατείνει και θα ενισχύσει την αστάθεια.

Ένα πολιτικό σύστημα με ένστικτο επιβίωσης θα έπρεπε από τώρα να επεξεργάζεται λύσεις επιστροφής σε ένα νέο δικομματισμό που να μπορεί να εναλλάσσεται στη διακυβέρνηση. Κι αν αυτό δεν φαίνεται τώρα, οι πιό ψύχραιμοι θα έπρεπε να συζητούν κάτι τέτοιο.

Επί της ουσίας, το πρόβλημα στην κεντροαριστερή αντιπολίτευση δεν πρέπει (μόνο) να είναι “να μην νικήσει ο Μητσοτάκης”, αλλά ποιός θα είναι απέναντί του εάν νικήσει. Αντ’ αυτού, ακούγονται καλές προθέσεις, ορθές επισημάνσεις, θετικές προτάσεις, καμία, όμως, ρεαλιστική λύση. Ό,τι κι αν κάνουν, τα πολλά μικρά πολιτικά “εγώ” δεν μπορούν να αθροίσουν αποτέλεσμα.

Γι αυτό και, εκτός απροόπτου, απέναντι στον πρωθυπουργό θα βρεθεί η πιθανότητα της ακυβερνησίας και σε μία τέτοια περίπτωση είναι μάλλον σαφές πως διαθέτει ισχυρό προβάδισμα.

Σχετικά Άρθρα