Άρθρο Κ. Μυγδάλη: Συντηρητικός ή προοδευτικός ο νέος Πάπας;

Κατά την πενθοφόρο περίοδο προ της ταφής του μακαριστού Πάπα Φραγκίσκου, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια δήλωση του Γερμανού καρδινάλιου Γκέρχαρντ Μίλερ, η οποία μάλιστα μεταδόθηκε ευρέως. Με αυτήν, ο καρδινάλιος εξέφρασε την αγωνιώδη άποψη – ίσως προειδοποίηση -ότι η εκλογή ενός ακόμη προοδευτικού/μεταρρυθμιστή πάπα, (“liberale” κατά τον ιταλικό τύπο που μετέδωσε την είδηση) θα έθετε σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια την ενότητα της Εκκλησίας της Ρώμης. Μάλιστα, προβαίνοντας σε άμεση αναφορά στην διακονία του Φραγκίσκου, επεσήμανε ότι τα πρόσωπα της Εκκλησίας δεν μπορεί να προκαλούν με τις πράξεις τους την εντύπωση ότι η Εκκλησία είναι μια οργάνωση που υφίσταται προκειμένου να υπηρετεί το καλό των ανθρώπων.
Του δρ.Κώστα Μυγδάλη, Συμβούλου της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας (ΔΣΟ)

Με αυτόν τον τρόπο, ο καρδινάλιος σπεύδει να ασκήσει κριτική -αν όχι να καταγγέλλει- ότι ο Φραγκίσκος συνέβαλε στην εκκοσμίκευση της Εκκλησίας κατά τρόπο, που καταλήγει ώστε η Εκκλησία να εκλαμβάνεται από την κοινωνία και τους πολίτες «…ως μια ανθρωπιστική οργάνωση που προσφέρει κοινωνικό έργο…».
Με όλα τα παραπάνω, ο καρδινάλιος Μίλερ, άνοιξε δυναμικά την συζήτηση για την διαδοχή, με τον νεκρό Πάπα ακόμη άταφο, δηλώνοντας ότι ακριβώς ανοίγει το θέμα επειδή το οφείλει στην συνείδησή του. Στην εκκλησιαστική του συνείδηση προφανώς.
Υποθέτω ότι ο καρδινάλιος, ο οποίος από πολλών ετών βρίσκεται στο κέντρο της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής της Εκκλησίας της Ρώμης, δεν διακατέχεται από καμία ιδιαίτερη αγωνία για το μέλλον της Εκκλησίας του, απλώς, με την δήλωσή του επιθυμεί να διαμορφώσει συσχετισμούς.
Εκτιμώ ότι η Εκκλησία της Ρώμης, σιωπηρά -ίσως και οδυνηρά- έχει αποδεχθεί το καθεστώς στο οποίο την ενέταξε η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από το έτος 2007, όταν είχε αποδεχθεί, αγόγγυστα εξ όσων γνωρίζω, την Συνθήκη της Λισσαβόνας στο τμήμα που την αφορούσε. Το έπραξε δε προκειμένου να μην εμπλακεί σε τριβές και της καταλογισθεί η πρόθεση ότι ασχολείται με τα πολιτικά ως ανθρωπιστική οργάνωση.
Με βάση το πολυθρύλητο άρθρο 17 παρ.3 της Συνθήκης της Λισσαβόνας για την Λειτουργία της ΕΕ, «…Η Ένωση διατηρεί ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους…».
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Κάθε έξι μήνες που αλλάζει η προεδρία της ΕΕ, όλες οι εκκλησιαστικές ομολογιακές και άλλες θρησκευτικές οντότητες καλούνται από την νέα προεδρία, ακούνε τον προγραμματισμό της και αξιολογούν ίσως πόσο αυτός εντάσσεται μέσα στις ευρωπαϊκές αξίες, χαμηλοφώνως δε δέχονται τις διαβεβαιώσεις ότι αυτές είναι χριστιανικές αξίες και ανταλλάσσουν χειραψίες και όρκους πίστης με την πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου κα Roberta Metsola πιστή καθολική χριστιανή κατά δήλωσή της, ίσως και με τον Γερμανό πιστό καθολικό πρόεδρο του λαϊκού κόμματος κ. Manfred Weber που δηλώνει προφορικά ότι η Ευρώπη είναι διάσπαρτη με χριστιανικά καμπαναριά. Κατ’ουσίαν λοιπόν, η Ρώμη έχει αναγνωρίσει στον εαυτό της το καθεστώς της μη κυβερνητικής οργάνωσης που της έχει αποδοθεί στο επίπεδο των σχέσεων της με την ΕΕ.
Έκτοτε, έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να αναγνωρισθούν οι Χριστιανικές Αξίες ως θεμέλιο της Ευρώπης και όλης της Δύσης, όπως επιτυχώς την περιγράφει και την ορίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε άρθρο του με τίτλο «Τι συμβαίνει με την Δύση;» στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 26-27 Απριλίου του τρέχοντος έτους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθοδηγούμενη από συμπατριώτες του καρδιναλίου Μίλερ, αργά αλλά σταθερά από το έτος 2004 (τέλος της θητείας του προέδρου Ρομάνο Πρόντι), με το πρόσχημα ότι η θρησκευτική πίστη είναι προσωπική υπόθεση του κάθε πολίτη, απέκλεισε διαρρήδην από τα κείμενα της Ένωσης κάθε αναφορά στις χριστιανικές αξίες. Όλη αυτήν την περίοδο, στον Παπικό θρόνο ήταν εγκατεστημένοι άνδρες με συντηρητικές κατά το ειπείν απόψεις. Ο ίδιος δε ο καρδινάλιος κατείχε νευραλγικές θέσεις κατά την εν λόγω περίοδο. Η ιστορία συνέχισε με την Τελική Έκθεση της Διάσκεψης της ΕΕ για το Μέλλον της Ευρώπης, που δημοσιεύτηκε το έτος 2022 και δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά -σε ένα κείμενο έκτασης 350 σελίδων- στις Χριστιανικές αξίες.
Επιπλέον, το Βατικανό επικύρωσε δια της σιωπής του την θέσπιση στις ΗΠΑ της Πράξης για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (International Religious Freedom Act) το έτος 1998. Μάλιστα την περασμένη Διοίκηση Trump (2017-2021), το State Department αποφάσισε να βασιστεί στην Πράξη αυτή, προκειμένου να λάβει την πρωτοβουλία για τον σχηματισμό μιας διακρατικής «Συμμαχίας για την Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία ή την Ελευθερία της Πίστης» (IRFBA). Σήμερα σε αυτή την συμμαχία συμμετέχουν περίπου 40 χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας). Αρχής γενομένης του 2022, κάθε χρόνο συγκαλείται η Υπουργική Διάσκεψη για την Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία, στο Λονδίνο (2022), στην Πράγα (2023) και πέρυσι στο Βερολίνο, σε χώρες δηλαδή όπου η θρησκευτική ελευθερία είναι απολύτως εξασφαλισμένη. Πόσο σοβαρή μπορεί να φαντάζει στα μάτια ενός εκκλησιαστικού ηγέτη μια τέτοια επιφανειακή πρωτοβουλία, όπου δυτικές χώρες -κατά κύριο λόγο οι χώρες μέλη της ΕΕ-, αφού απέκλεισαν τις αναφορές στις χριστιανικές αξίες από κάθε κείμενο της ΕΕ, δέχονται τον ρόλο του «παρακολουθήματος» των Αμερικανών, προκειμένου να συμμαχήσουν για τον σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας – πού άραγε, στην Ευρώπη; Το Βατικανό, λοιπόν, κατά την περίοδο αυτή που πάλι το τιμόνι της Εκκλησίας της Ρώμης βρίσκονταν στα χέρια στιβαρού ηγέτη – ανδρός συντηρητικής λογικής- άβουλα και μοιραία παρακολουθεί όλον αυτόν τον «χαβαλέ» της Δύσης.
Όλοι όσοι -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- ασχολούμαστε με τα λεγόμενα εκκλησιαστικά πράγματα, με ενδιαφέρον αναμένουμε την εκλογή του επόμενου Πάπα της Εκκλησίας της Ρώμης. Όχι για να δούμε πως τον χαρακτηρίζουν τα μέσα ενημέρωσης, αλλά για να δούμε αν στην πορεία της διακονίας του θα αναδείξει τα μεγάλα και ουσιαστικά ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Άλλωστε, το τοπίο της σύγχρονης κοινωνικής ζωής αναδεικνύει την εύλογη αδυναμία του πολιτικού κόσμου να διαχειριστεί επιτυχώς και προς το συμφέρον των πολιτών τις αλλεπάλληλες προκλήσεις και την ανάγκη για άμεση και σταθερή ουσιαστική συνεργασία όλων των θεσμικών εκφράσεων του σύγχρονου κόσμου.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, έρχεται η παγκόσμια κοινοβουλευτική κοινότητα δια στόματος της Δια-Κοινοβουλευτικής Ένωσης (Inter-ParliamentaryUnion / IPU) και με την καθοριστική συμβολή της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας (ΔΣΟ) και υιοθετεί το Ανακοινωθέν του Μαρακές στο πλαίσιο της πρώτης Κοινοβουλευτικής Διάσκεψης για τον Διαθρησκειακό Διάλογο, που πραγματοποιήθηκε στο Μαρόκο τον Ιούνιο 2023, και προβαίνει σε μια έκκληση για την εδραίωση ενός αυθεντικού και μόνιμου διαλόγου του κοινοβουλευτικού και του θρησκευτικού χώρου μέσα από ένα πλαίσιο διαδικασιών και πρακτικών που βασίζεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού. Είναι καιρός να το κατανοήσει η ΕΕ· καιρός να το αναδείξουν οι θρησκευτικοί χώροι με πρώτο το Βατικανό· καιρός να υπερβούμε τους όρους «συντηρητικός» ή «προοδευτικός», οι οποίοι φαντάζουν τουλάχιστον επιπόλαιοι μπροστά στα προβλήματα της Ανθρωπότητας.