Ανάλυση: Τα σκοτεινά σημεία της γεωπολιτικής εξάρτησης στη συμφωνία ΗΠΑ-Ουκρανίας για το υπέδαφος
Η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ουκρανίας και Ηνωμένων Πολιτειών για τους ορυκτούς πόρους της πρώτης ενδέχεται να αποτελέσει ορόσημο τόσο για τη μεταπολεμική της ανάκαμψη όσο και για τον τρόπο που η χώρα θα ενταχθεί σταδιακά σε ένα μοντέλο οικονομικής εξάρτησης από τη Δύση. Παρά τον επίσημο χαρακτήρα και τις πανηγυρικές διακηρύξεις περί ιστορικής συμφωνίας, η δημοσιοποιημένη σύμβαση αφήνει περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις, ελλείψει ουσιαστικής θεσμικής διαφάνειας. Με τη δημιουργία ενός ουκρανοαμερικανικού ταμείου, αλλά χωρίς καθορισμένες αρμοδιότητες και μηχανισμούς λογοδοσίας, ανοίγεται ο δρόμος για τη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου διεθνούς συνεταιρισμού εκμετάλλευσης του υπεδάφους, με όρους που προσομοιάζουν περισσότερο σε προνομιακή πρόσβαση των ΗΠΑ και λιγότερο σε ισότιμη συνεργασία.
Η αδυναμία του Κιέβου να διασφαλίσει βασικές δεσμεύσεις για τη χρήση των πόρων εντός της χώρας, η έλλειψη ρητών αναφορών σε δικαιώματα ψήφου και ελέγχου και η προτεραιότητα των συμβατικών όρων έναντι των εθνικών νόμων, επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες για τη μορφή που ενδέχεται να λάβει η οικονομική αποικιοποίηση της Ουκρανίας, υπό το πρόσχημα της ανοικοδόμησης.
Η συμφωνία παρουσιάστηκε από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι ως καρπός της συνάντησης που είχε με τον Ντόναλντ Τραμπ στο Βατικανό – μια αναφορά που επιδιώκει να προσδώσει πολιτικό βάρος και στρατηγική συνέχεια στη συνεργασία των δύο πλευρών. Όπως δήλωσε ο ίδιος, «έχουμε το πρώτο αποτέλεσμα της συνάντησης στο Βατικανό, γεγονός που το καθιστά ιστορικό».
Παράλληλα, ο Αναπληρωτής Προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Στίβεν Μίλερ, έκανε λόγο για άμεση εφαρμογή της συμφωνίας. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες που περιέχει το κείμενο –ή καλύτερα, αυτές που απουσιάζουν– μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε μάλλον μπροστά σε ένα γενικό πλαίσιο αρχών, το οποίο θα εξειδικευτεί εκ των υστέρων με νέα έγγραφα.
Το δημοσιοποιημένο κείμενο δεν προσδιορίζει τον τρόπο διακυβέρνησης του ταμείου, ούτε τον μηχανισμό διάθεσης των κεφαλαίων. Προηγούμενες δηλώσεις του Ντενίς Σμιγκάλ, Πρωθυπουργού της Ουκρανίας, περί ισοτιμίας στη διαχείριση με 50%-50% δικαιώματα ψήφου, δεν αποτυπώνονται στο επίσημο κείμενο. Το μόνο που αναφέρεται είναι πως τα ζητήματα διαχείρισης, η διανομή των μετοχών και οι λεπτομέρειες λειτουργίας θα ρυθμιστούν από ξεχωριστή συμφωνία ετερόρρυθμης εταιρείας, η οποία όμως δεν έχει υπογραφεί –ή, κατά άλλες πηγές, έχει ήδη εγκριθεί, αλλά παραμένει αδημοσίευτη.
Παρά τις διακηρύξεις για στρατηγική ανάκαμψη και προώθηση διαφανών επενδύσεων, η συμφωνία δεν περιέχει δεσμεύσεις που να διασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις θα παραμείνουν στην Ουκρανία. Αντίθετα, περιέχει ρητές πρόνοιες για τη μετατροπή των εσόδων σε δολάρια και τη μεταφορά τους στο εξωτερικό, ενώ δεν προβλέπει απαγόρευση απόσυρσης κεφαλαίων προς όφελος μόνο ενός από τους εταίρους – σαφής αναφορά στην προτεραιότητα των αμερικανικών συμφερόντων.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι δεν προβλέπεται ρητή απαγόρευση εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων από τρίτους, ούτε κατοχυρώνεται το δικαίωμα του ουκρανικού κράτους να έχει πρώτο λόγο σε κρίσιμα έργα υποδομής. Αντίθετα, η συμφωνία θεσπίζει ειδικές ρήτρες που παρέχουν προτεραιότητα στις αμερικανικές εταιρείες: όταν αυτές εκδηλώσουν ενδιαφέρον, οι δικαιούχοι άδειας θα είναι υποχρεωμένοι να διαπραγματευτούν μαζί τους και να μην προσφέρουν σε τρίτους καλύτερους οικονομικούς όρους.
Επίσης, σε περίπτωση που οι ΗΠΑ συμμετάσχουν σε έργα εξόρυξης, κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρώτης επιλογής στην αγορά της εξορυχθείσας παραγωγής, υπό εμπορικά λογικούς όρους. Η μονομερής αυτή πρόβλεψη καθιστά σαφές ότι το όλο εγχείρημα περισσότερο μοιάζει με μηχανισμό μεταφοράς του ορυκτού πλούτου της Ουκρανίας προς τη Δύση, παρά με εργαλείο βιώσιμης ανάπτυξης.
Πολύ σημαντική –και ενδεικτική του χαρακτήρα της συμφωνίας– είναι και η πρόβλεψη ότι οι όροι της υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας της Ουκρανίας. Αν και περιλαμβάνεται μια ρήτρα που προβλέπει διαβουλεύσεις σε περίπτωση αντίφασης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η γενική αρχή είναι σαφής: η συμφωνία είναι υπεράνω νόμου.
Παράλληλα, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις από τις ΗΠΑ για οικονομική ή στρατιωτική βοήθεια. Αντίθετα, εφόσον υπάρξει νέα αποστολή όπλων, αυτή θα προσμετρηθεί ως συνεισφορά στο ταμείο – γεγονός που εγείρει ερωτήματα για τον τρόπο μετατροπής της στρατιωτικής στήριξης σε οικονομική ιδιοποίηση.
Η αοριστία του κειμένου επιβεβαιώνεται και από τις δηλώσεις του Τιμοφέι Μιλοβάνοφ, συμβούλου του Αντρέι Γέρμακ, σύμφωνα με τις οποίες εκκρεμούν δύο ακόμη συμφωνίες: μία μεταξύ της αμερικανικής DFC και ουκρανικού οργανισμού για τη δημιουργία του ταμείου, και μία τεχνική συμφωνία για τους εσωτερικούς του κανόνες. Και οι δύο περιέχουν τις «λεπτομέρειες που λείπουν», ενώ σύμφωνα με το Politico, όλες οι συμφωνίες υπογράφηκαν ταυτόχρονα – κάτι που η ουκρανική κυβέρνηση αποφεύγει να επιβεβαιώσει.
Η αναποφασιστικότητα του Κιέβου να παραδεχτεί ότι όλα έχουν ήδη υπογραφεί ενδέχεται να οφείλεται σε πολιτικό κόστος, αφού οι όροι των επιμέρους συμφωνιών μπορεί να θεωρηθούν ιδιαίτερα επαχθείς. Πιθανό είναι επίσης τα τεχνικά έγγραφα να υιοθετηθούν χωρίς δημοσιότητα, εφόσον κρίνονται μη δημοφιλή.
Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία-πλαίσιο λειτουργεί περισσότερο ως κάλυψη ενός ουσιαστικού οικονομικού συμφώνου, που δίνει στις ΗΠΑ καίρια προνόμια στην ενεργειακή στρατηγική της Ουκρανίας. Η επιλογή της αποσπασματικής δημοσίευσης και η αποφυγή κοινοβουλευτικής ή δημόσιας συζήτησης αποκαλύπτουν την αδύναμη διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας.
Ουσιαστικά, το Κίεβο εμφανίζεται να έχει δεχθεί μια στρατηγική συμφωνία με άνισους όρους, ελπίζοντας ότι αυτή θα ανοίξει την πόρτα για περαιτέρω στήριξη από τη Δύση. Στην πράξη, όμως, το τίμημα ενδέχεται να είναι η απώλεια κυριαρχίας στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, ενώ η στρατιωτική εξάρτηση μετατρέπεται πλέον και σε οικονομική.
Η Ουκρανία καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο αντιφατικά καθήκοντα: από τη μία, να διασφαλίσει πόρους και στήριξη για την ανοικοδόμηση, και από την άλλη, να προστατεύσει την εθνική της κυριαρχία και τους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους. Η συμφωνία με τις ΗΠΑ υπογραμμίζει πόσο δύσκολη –ίσως και ανέφικτη– είναι αυτή η ισορροπία υπό τις παρούσες γεωπολιτικές συνθήκες.