Ανάλυση: Κλείνει η Ευρώπη την πόρτα στο άσυλο για τους Τούρκους;

 Ανάλυση: Κλείνει η Ευρώπη την πόρτα στο άσυλο για τους Τούρκους;

Σε μια περίοδο που η μεταναστευτική πολιτική βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη, η νέα πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός ενιαίου καταλόγου ασφαλών χωρών προέλευσης έρχεται να αναδιαμορφώσει εκ βάθρων το τοπίο του δικαιώματος ασύλου. Παρότι η Τουρκία δεν περιλαμβάνεται επισήμως στον αρχικό κατάλογο, η προοπτική της ενσωμάτωσής της εγείρει καίρια ερωτήματα για την πραγματική φύση της ασφάλειας στο εσωτερικό της χώρας, τη λειτουργία του κράτους δικαίου, αλλά και τη γεωπολιτική διαχείριση του μεταναστευτικού από τις Βρυξέλλες.

Η σταδιακή μείωση των ποσοστών αποδοχής των τουρκικών αιτήσεων ασύλου, η ραγδαία αύξηση των αιτήσεων από το 2021 έως το 2023, και οι πολιτικές παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών πρωτευουσών υπέρ μιας αυστηρότερης μεταναστευτικής γραμμής συνθέτουν ένα σκηνικό όπου το δικαίωμα στην προστασία τείνει να υποσκελιστεί από τις στρατηγικές σκοπιμότητες.

Πίσω από τις τεχνικές διατυπώσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, διαφαίνεται η επιθυμία ορισμένων κρατών-μελών να περιορίσουν τις ροές από την Τουρκία, αξιοποιώντας τον χαρακτηρισμό της ως ασφαλούς χώρας ως εργαλείο για επιτάχυνση των απελάσεων και απόρριψης αιτήσεων. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: πρόκειται για μια τεχνική αξιολόγηση ασφάλειας ή για μια πολιτική εργαλειοποίηση του ασύλου στο πλαίσιο των εύθραυστων σχέσεων ΕΕ–Τουρκίας;

Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την καθιέρωση ενός ενιαίου καταλόγου ασφαλών χωρών περιλαμβάνει επτά χώρες: Κοσσυφοπέδιο, Αίγυπτο, Τυνησία, Μαρόκο, Ινδία, Μπαγκλαντές και Κολομβία, με στόχο τη διευκόλυνση της απόρριψης μη θεμελιωμένων αιτήσεων. Αν και η Τουρκία δεν αναφέρεται ρητά στον αρχικό κατάλογο, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες θεωρούνται κατ’ αρχήν ασφαλείς, εκτός αν υπάρχουν σοβαρές εξαιρέσεις – όπως ένοπλες συγκρούσεις, ευρωπαϊκές κυρώσεις ή υψηλό ποσοστό αποδοχής ασύλου, πάνω από 20%, που προς το παρόν δεν ισχύουν για την Τουρκία.

Παρά την απουσία επίσημης αντίδρασης, η Άγκυρα δείχνει να επικροτεί σιωπηρά την πιθανότητα να συμπεριληφθεί στον κατάλογο, προβάλλοντας ότι τηρεί τις δημοκρατικές προδιαγραφές. Την ίδια στιγμή, επικρίνει συστηματικά τις ευρωπαϊκές χώρες για τη χορήγηση ασύλου σε άτομα που θεωρεί ως καταζητούμενους, όπως στην περίπτωση των Τούρκων στρατιωτικών που συμμετείχαν στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.

Τα στοιχεία από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασύλου και την Eurostat δείχνουν ότι οι αιτήσεις ασύλου από Τούρκους υπηκόους παρουσίασαν ραγδαία αύξηση τα τελευταία χρόνια. Από περίπου 25.885 αιτήσεις το 2019, ο αριθμός σχεδόν τετραπλασιάστηκε το 2023 φτάνοντας τις 101.000, κατατάσσοντας την Τουρκία τρίτη μετά τη Συρία και το Αφγανιστάν. Το 2024, όμως, σημειώθηκε μια σημαντική κάμψη, με περίπου 56.000 αιτήσεις.

Παράλληλα, παρατηρείται σταθερή μείωση στα ποσοστά αποδοχής. Το 2019, η αποδοχή ανερχόταν στο 54%, ενώ το 2023 έπεσε στο 23%, με μόλις 1% να λαμβάνει επικουρική προστασία. Το 2024, το ποσοστό αποδοχής υποχώρησε περαιτέρω στο 17%, γεγονός που αντικατοπτρίζει την εντεινόμενη σκλήρυνση της στάσης των ευρωπαϊκών χωρών.

Οι προϋποθέσεις χορήγησης ασύλου, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, είναι αυστηρές και αφορούν προσωπικές απειλές και όχι γενικευμένες κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες. Όμως, γεγονότα όπως οι διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί, η καταστολή μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και η αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων έχουν ωθήσει πολλούς πολίτες να αναζητήσουν διεθνή προστασία.

Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του «καθεστώτος ανοχής» στη Γερμανία, που επιτρέπει την παραμονή ακόμη και σε απορριφθέντες αιτούντες, με σημαντικό αριθμό εξ αυτών να είναι Τούρκοι. Παράλληλα, ο οικονομικός παράγοντας, όπως η διαρροή εγκεφάλων, οδηγεί πολλούς σε αίτηση ασύλου, αν και οι οικονομικοί λόγοι δεν θεωρούνται νόμιμη βάση προστασίας.

Η ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στον κατάλογο ασφαλών χωρών αντανακλά και την άνοδο λαϊκιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, που πιέζουν για περιοριστικές πολιτικές. Ωστόσο, η τελική απόφαση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γεωπολιτικό πλαίσιο των σχέσεων ΕΕ–Τουρκίας.

Η διατήρηση ασάφειας στον χαρακτηρισμό της Τουρκίας εξυπηρετεί ως διαπραγματευτικό εργαλείο σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η τελωνειακή ένωση ή η επιστροφή μεταναστών, αποδεικνύοντας ότι το άσυλο δεν είναι μόνο νομικό ζήτημα, αλλά και μέσο πολιτικής πίεσης.