Ανάλυση: Το μεγάλο δίλημμα του Βολοντίμιρ Ζελένσκι μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Λονδίνο

Η ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία δείχνει να εισέρχεται σε μια κρίσιμη φάση, καθώς η πρόσφατη αποτυχία των διαπραγματεύσεων που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο Λονδίνο αναδεικνύει τόσο τις βαθιές διαφωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων δυνάμεων όσο και τις στρατηγικές ανακατατάξεις που συντελούνται στις διεθνείς σχέσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με επικεφαλής τους εκπροσώπους Ρούμπιο και Γουίτκοφ, αρνήθηκαν τελικώς να συμμετάσχουν, ενώ την ίδια στάση ακολούθησαν και οι Υπουργοί Εξωτερικών της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Στην αίθουσα των διαβουλεύσεων εμφανίστηκε μόνο η Ουκρανία, εκπροσωπούμενη από τον Αντρίι Γέρμακ, καθώς και τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας της χώρας. Η αποτυχία αυτή αποτελεί, ωστόσο, μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Στην πραγματικότητα, πίσω από τη διπλωματική αμηχανία κρύβεται η άρνηση του Κιέβου –και κατ’ επέκταση ορισμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων– να αποδεχθούν το ειρηνευτικό σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ, ένα σχέδιο που ερμηνεύεται από το Κίεβο ως προνομιακά προσανατολισμένο υπέρ της Ρωσίας, δημιουργώντας τον φόβο εθνικής ταπείνωσης και γεωπολιτικής υποβάθμισης.
Στο πλαίσιο αυτό, η αποτυχία του Λονδίνου δεν ήταν παρά το προανάκρουσμα μιας πιο βαθιάς ρήξης μεταξύ του δυτικού κόσμου και της ουκρανικής ηγεσίας, με ενδεχόμενες επιπτώσεις που φθάνουν μέχρι και τη γεωπολιτική απομόνωση της Ουκρανίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο της πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ, παρουσίασαν ένα σχέδιο που προέβλεπε την αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικού εδάφους, καθώς και την άμεση άρση των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Μόσχας. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή γραμμής, που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Telegraph, το σχέδιο θεωρήθηκε «ένα πικρό χάπι» για το Κίεβο, αφού προβλέπει την απώλεια εδαφών χωρίς ρητές αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας. Το ειδησεογραφικό Axios επικαλέστηκε πηγή κοντά στην ουκρανική κυβέρνηση, η οποία δήλωσε ότι η πρόταση είναι ξεκάθαρη ως προς τα οφέλη της Ρωσίας, αλλά ασαφής και γενική ως προς τις απολαβές της Ουκρανίας.
Η ουκρανική ηγεσία αντέδρασε με σφοδρότητα. Από την πλευρά του, το Κίεβο θεωρεί πως το να συζητήσει έστω και την πρόταση του Τραμπ θα σήμαινε νομιμοποίηση των ρωσικών κατακτήσεων, υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας και διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης με τη Δύση. Παρά το γεγονός ότι το σχέδιο δεν απαιτούσε από την Ουκρανία να προβεί σε συγκεκριμένες παραχωρήσεις –πέραν της συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός– η αναγνώριση της Κριμαίας από τις ΗΠΑ και η άρση των κυρώσεων θεωρήθηκαν πράξεις με βαθύ στρατηγικό αντίκτυπο.
Η τυπική ή άτυπη νομιμοποίηση της προσάρτησης της Κριμαίας θα άνοιγε τον δρόμο σε τρίτες χώρες να ακολουθήσουν την ίδια πολιτική, ενισχύοντας το αφήγημα της Μόσχας περί τετελεσμένων. Η οικονομική επανένταξη της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές θα μείωνε επίσης σημαντικά τη δυτική πίεση προς το καθεστώς Πούτιν, ενισχύοντας τη γεωπολιτική αυτοπεποίθηση της Ρωσίας.
Το μόνο που φαινομενικά παραχωρούσε το σχέδιο στην Ουκρανία ήταν η διατήρηση της κυριαρχίας στο υπόλοιπο έδαφός της, χωρίς όμως συγκεκριμένες εγγυήσεις ασφαλείας. Η άρνηση των ΗΠΑ να προσφέρουν τέτοιες εγγυήσεις, ακόμη και προς τους ενδεχόμενους Ευρωπαίους ειρηνευτές, καθιστούσε το πλαίσιο εφαρμογής του σχεδίου ιδιαίτερα εύθραυστο. Παρ’ όλα αυτά, η πρόταση δεν ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση, καθώς προσέφερε έναν ρεαλιστικό συμβιβασμό με στόχο τον τερματισμό των εχθροπραξιών.
Η ουκρανική στάση όμως φαίνεται να επηρεάζεται και από εσωτερικά κίνητρα. Πέρα από την επίσημη αιτιολογία περί «ευνοϊκού γεωπολιτικού χρόνου», που υποτίθεται ότι λειτουργεί υπέρ του Κιέβου, υπάρχει και η εκτίμηση ότι ο πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι και η κυβέρνησή του δεν επιθυμούν το τέλος του πολέμου υπό τους όρους που προτείνει η Ουάσινγκτον. Ο πόλεμος, με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, τους επιτρέπει να ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τις δημόσιες και πολιτικές διαδικασίες, διατηρώντας τη συνοχή της εξουσίας.
Η στάση αυτή, ωστόσο, είχε τεράστιο κόστος: η διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας αποτέλεσε σοκ για την Ουκρανία και κατέδειξε τα όρια της ανεξαρτησίας του Κιέβου. Ο Ζελένσκι, υπό πίεση, αναγκάστηκε να γράψει επιστολή μεταμέλειας στον Τραμπ και να συμφωνήσει σε μια κατάπαυση του πυρός.
Η αμερικανική διοίκηση προειδοποίησε ανοιχτά ότι εάν δεν σημειωθεί πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν πλήρως από την υπόθεση της Ουκρανίας, αφήνοντας τη χώρα να αντιμετωπίσει μόνη της τις ρωσικές πιέσεις.
Παρά ταύτα, εντός της ουκρανικής κυβέρνησης υπάρχει ένα ρεύμα σκέψης που πιστεύει ότι η χώρα μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς αμερικανική βοήθεια, βασιζόμενη αποκλειστικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η άποψη ενισχύεται από ευρωπαίους ηγέτες και δυτικούς αντιπάλους του Τραμπ, που δεν επιθυμούν να του αποδοθεί το πολιτικό κέρδος ενός ειρηνευτικού επιτεύγματος. Στο πλαίσιο αυτό, τα ΜΜΕ της Δύσης έχουν εντείνει τη ρητορική κατά του σχεδίου, παρουσιάζοντάς το ως παράδοση της Ουκρανίας, με στόχο να πιέσουν τον Ζελένσκι να απορρίψει την πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον.
Το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να υποκαταστήσει την Ουάσινγκτον σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Οι περισσότεροι αναλυτές –και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι– παραδέχονται ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Η υποστήριξη των ΗΠΑ είναι αναντικατάστατη και η απώλειά της θα μπορούσε να επιφέρει καταστροφικές συνέπειες για την πολεμική ικανότητα της Ουκρανίας και τη διαπραγματευτική της θέση.
Παρά την προηγούμενη συμφωνία με τον Τραμπ, οι πρόσφατες δηλώσεις του Ζελένσκι μαρτυρούν δισταγμό, αν όχι ανοικτή πρόθεση απόρριψης της αμερικανικής πρότασης. Η αποτυχία των συνομιλιών στο Λονδίνο θεωρείται από πολλούς ως ένδειξη ότι το Κίεβο έχει ήδη επιλέξει την οδό της ρήξης, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει στη διακοπή κάθε διαλόγου για την κατάπαυση του πυρός. Σε αυτό το ενδεχόμενο, ο πόλεμος θα συνεχιστεί χωρίς την υποστήριξη της Ουάσινγκτον, δημιουργώντας σοβαρό στρατηγικό μειονέκτημα για την Ουκρανία, η οποία ενδέχεται να αναγκαστεί να αποδεχθεί ακόμη σκληρότερους όρους στο μέλλον.
Ο Ρούμπιο, μιλώντας για τις προοπτικές, προειδοποίησε πως εάν το σχέδιο των ΗΠΑ απορριφθεί, τότε η Ουκρανία «θα βρεθεί αντιμέτωπη με σκληρότερους όρους από τη Ρωσία στο μέλλον». Σε ανάλογο ύφος κινείται και η εκτίμηση του Ουκρανού πολιτικού επιστήμονα Ανατόλι Οκτίσιουκ, ο οποίος περιγράφει το δίλημμα του Ζελένσκι ως εξής: «Να αποδεχθεί τους ταπεινωτικούς όρους και να σώσει ζωές ή να συνεχίσει τον πόλεμο με αβέβαιη κατάληξη;».
Το ερώτημα παραμένει: Είναι η Ουκρανία έτοιμη να πληρώσει το τίμημα της απόρριψης ενός ελλιπούς, αλλά πιθανού συμβιβασμού, ή θα επιμείνει σε μια σύγκρουση διαρκείας, με κίνδυνο την απώλεια της δυτικής υποστήριξης και την πλήρη απομόνωση στον γεωπολιτικό χάρτη;