ΗΠΑ-Ιράν: Μίλα πριν… πυροβολήσεις- Η διπλωματία επιστρέφει με όρους και παγίδες

Σε μια εξαιρετικά ευμετάβλητη γεωπολιτική συγκυρία, όπου η Μέση Ανατολή μετατρέπεται ξανά σε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων, οι συνομιλίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν αναζωπυρώνονται, επιχειρώντας να επαναφέρουν το πυρηνικό ζήτημα στο τραπέζι της διπλωματίας. Μετά από σχεδόν δύο χρόνια ψυχρότητας και αμοιβαίων κατηγοριών, η Τεχεράνη και η Ουάσινγκτον επανέρχονται με την ελπίδα ενός διαλόγου, έστω και άτυπου, υπό τη διαμεσολάβηση τρίτων δυνάμεων όπως το Ομάν και η Ιταλία, σε μια στιγμή που η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με αυξημένη ανησυχία τις εξελίξεις.
Ο πρώτος γύρος επαφών, που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες στο Μουσκάτ, αποτέλεσε περισσότερο μια διαδικασία αλληλογνωριμίας παρά διαπραγμάτευσης, ενώ ο δεύτερος, που έχει προγραμματιστεί για τις 19 Απριλίου στη Ρώμη, αναμένεται να αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις και των δύο πλευρών.
Η ιρανική πλευρά, μέσω του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Καζέμ Γκαριμπαμπαντί, κατέστησε σαφές ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει στο θέμα του εμπλουτισμού ουρανίου, το οποίο θεωρείται εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα. Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι η συμφωνία δεν θα είναι εφικτή εάν η Ουάσινγκτον συνεχίσει να αντιμετωπίζει την Τεχεράνη ως παράγοντα αστάθειας και όχι ως νόμιμο συνομιλητή στην περιοχή. Ο ίδιος υπογράμμισε πως η πρόοδος εξαρτάται άμεσα από τη βούληση της αμερικανικής ηγεσίας να παραμερίσει τους όρους που έθεσε η διοίκηση Τραμπ το 2018, όταν οι ΗΠΑ αποχώρησαν μονομερώς από τη Συμφωνία για το Πυρηνικό Πρόγραμμα του 2015 (JCPOA).
Από την άλλη πλευρά, η Ουάσινγκτον φέρεται να προσέρχεται με πιο διαλλακτικό τόνο, τουλάχιστον σε επίπεδο εκπροσώπησης. Ο ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Τραμπ, Στίβεν Γουίτκοφ, έδωσε το «παρών» στο Μουσκάτ, προκαλώντας θετικά σχόλια ακόμη και από ιρανικούς κύκλους, ενώ, σύμφωνα με διαρροές, έχει ήδη συναντηθεί με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας εξεύρεσης ευρύτερης διπλωματικής φόρμουλας για την περιοχή.
Η παρουσία του Γουίτκοφ δεν περνά απαρατήρητη ούτε από τους Ευρωπαίους εταίρους των ΗΠΑ, πολλοί εκ των οποίων θεωρούν πως η επιστροφή στις διαπραγματεύσεις είναι αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα κρίση πυρηνικών εξοπλισμών στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ παραμένει έντονα πολωμένο. Στο εσωτερικό της κυβέρνησης Τραμπ, δύο στρατόπεδα συγκρούονται για τη στρατηγική απέναντι στην Τεχεράνη. Το ένα, με επικεφαλής τον Γουίτκοφ, τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ και τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς, υποστηρίζει μια διπλωματική επαναπροσέγγιση που θα αποτρέψει μια γενικευμένη ανάφλεξη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου παραμένει ασταθής.
Το δεύτερο, πιο σκληροπυρηνικό, πρεσβεύεται από τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας Μάικ Γουόλτς και τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, οι οποίοι θεωρούν ότι το Ιράν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ και υποστηρίζουν την άσκηση μέγιστης πίεσης, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα.
Η έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) του Φεβρουαρίου 2025 έριξε περισσότερο λάδι στη φωτιά. Σύμφωνα με αυτήν, το Ιράν έχει φτάσει τα αποθέματά του σε εμπλουτισμένο ουράνιο στα 274,8 κιλά, με ποσοστά εμπλουτισμού που φτάνουν έως και το 60%, γεγονός που δημιουργεί τεράστιες ανησυχίες για πιθανή μετάβαση στο επίπεδο των πυρηνικών όπλων. Η Τεχεράνη απαντά ότι η χρήση του ουρανίου είναι αποκλειστικά ειρηνική, ωστόσο η συσσωρευμένη τεχνογνωσία και το μέγεθος των αποθεμάτων γεννούν φόβους σε Ουάσινγκτον, Ιερουσαλήμ και Ριάντ.
Την ίδια στιγμή, οι περιφερειακές εξελίξεις προσθέτουν επιπλέον μεταβλητές στην εξίσωση. Η ένταση στην Ερυθρά Θάλασσα, οι συγκρούσεις στον Λίβανο, αλλά και η πιθανότητα μιας σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, είτε άμεσης είτε μέσω αντιπροσώπων, επιτείνουν την πίεση για ένα είδος συνεννόησης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη Γαλλία και τη Γερμανία σε ρόλο μετριοπαθούς διαμεσολαβητή, ζητά την άμεση επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση του JCPOA, προκειμένου να επανέλθει το πλαίσιο ελέγχου του πυρηνικού προγράμματος.
Η επικείμενη συνάντηση στη Ρώμη αναμένεται να έχει υψηλή συμβολική αξία. Θα είναι η πρώτη φορά που οι δύο πλευρές θα βρεθούν ξανά ενώπιος ενωπίω υπό διπλωματικούς όρους και όχι μέσω ανακοινώσεων ή μέσω τρίτων. Η πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας δεν είναι μεγάλη, όμως η ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας θεωρείται από μόνη της θετική εξέλιξη.
Πολλοί εκτιμούν ότι η Τεχεράνη επιδιώκει έναν τακτικό ελιγμό, προσβλέποντας στη μείωση των κυρώσεων, χωρίς να παραχωρήσει τίποτα στρατηγικής σημασίας. Αντιθέτως, η Ουάσινγκτον ελπίζει ότι μπορεί να ενισχύσει την εσωτερική πίεση στο ιρανικό καθεστώς, αξιοποιώντας και την οικονομική ασφυξία που προκαλεί το διεθνές εμπάργκο.
Το συμπέρασμα; Οι συνομιλίες ΗΠΑ-Ιράν μπορεί να μην οδηγήσουν άμεσα σε συμφωνία, όμως επαναφέρουν την έννοια της διπλωματικής διαπραγμάτευσης σε μια εποχή όπου ο κίνδυνος στρατιωτικής σύγκρουσης δεν είναι απλώς υποθετικός. Αν η Ρώμη επιβεβαιώσει την πρόθεση και των δύο πλευρών για μια νέα πορεία, τότε ίσως δούμε την επιστροφή μιας παλιάς, αλλά απαραίτητης πολιτικής τέχνης: της τέχνης του να μιλάς πριν πυροβολήσεις.