Ανάλυση FT/ Από τι κινδυνεύει η Ευρώπη- Πώς τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μπορεί έχουν αρνητικές επιπτώσεις

 Ανάλυση FT/ Από τι κινδυνεύει η Ευρώπη- Πώς τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μπορεί έχουν αρνητικές επιπτώσεις

Η μεγάλη αποχή που αναμένεται να καταγραφεί στις ευρωεκλογές, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σχεδόν σε όλες τις χώρες εκ των “27” της ΕΕ, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο μεγάλη αύξησης της επιρροής της ακροδεξιάς, είναι κάτι που μάλλον δεν “πιάνουν τα ραντάρ” εκείνων των ψηφοφόρων που έχουν απογοητευτεί ή ακόμα και οργιστεί με την συμπεριφορά των “συστημικών” κομμάτων των μεγάλων πολιτικών “οικογενειών” της Ευρώπης. Έως ένα βαθμό δικαίως: η οργή είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί και να αναλυθεί διότι δρα ενστικτωδώς.

Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Martin Sanbu στους Financial Times, οι επιπτώσεις μιας τέτοιας επιβεβαίωσης μπορεί να αποδειχτούν δραματικές για το μέλλον της Ευρώπης. Επί της ουσίας μπορεί να δρομολογήσουν μία σοβαρή απόκλιση της Ευρώπης από την… Ευρώπη. Υπό την έννοια ότι ενδέχεται να εγκαταλειφθούν βασικές πτυχές του ευρωπαϊκού κεκτημένου και οράματος, μέσω μιας στροφής κυρίως του ΕΛΚ προς τις απόψεις των μπλοκ του ECR και του ID με σκοπό την “ενσωμάτωση” κάποιων από τα κόμματα που ανήκουν σε αυτά και με στόχο την εδραίωση ενός πλειοψηφικού ρεύματος στο νέο Ευρωκοινοβούλιο και την στελέχωση της Κομισιόν, ακόμα δε και στην εκλογή του/της προέδρου της.

Γράφει αναλυτικά ο αρθρογράφος των FT*:

Αυτό το Σαββατοκύριακο εξελίσσεται η ιδιαίτερη πολυεθνική άσκηση δημοκρατίας που λέγεται Ευρωεκλογές. Από το 1979 οι βουλευτές του Ευρωκοινοβουλίου εκλέγονται, για πενταετή θητεία, απευθείας από τους ψηφοφόρους κάθε χώρας. Η προσέλευση στις κάλπες υπολείπεται του να είναι ικανοποιητική, αλλά είναι συγκρίσιμη με εκείνη στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ. Ακολουθούν μερικές σκέψεις σχετικά με το πώς η επιλογή των ψηφοφόρων θα μπορούσε να έχει σημασία για την οικονομική πολιτική της ΕΕ.

Ενώ μπορεί να είναι το πιο αδύναμο από τα μεγάλα θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΕ (τα άλλα είναι η Επιτροπή και το Συμβούλιο), το Ευρωκοινοβούλιο παίζει κι αυτό τον ρόλο του. Συμμετέχει στην πλήρωση των σημαντικών θέσεων, καθώς η πρόεδρος της Επιτροπής και οι επίτροποι χρειάζονται την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ευρωβουλευτών, οι οποίοι έχουν επιπλέον τη δυνατότητα (το έχουν πράξει στο παρελθόν) να τους καθαιρέσουν. Το Ευρωκοινοβούλιο έχει επίσης ρόλο στην υιοθέτηση των πολιτικών, καθώς οι νόμοι, αφού εγκριθούν από τους υπουργούς των κρατών-μελών στο Συμβούλιο, πρέπει και να υπερψηφιστούν στο Ευρωκοινοβούλιο.

Ως εκ τούτου, ο πιο άμεσος αντίκτυπος των εκλογών αυτής της εβδομάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα προκύψει όταν η εκλεκτή των ηγετών για επικεφαλής της Επιτροπής, θα παρουσιάσει στο νέο Ευρωκοινοβούλιο κάποιο σχέδιό για την επόμενη πενταετία, με την ελπίδα της έγκρισής του. Οι Πράσινοι – οι μεγάλοι νικητές του 2019 – πρόκειται να χάσουν πολλές έδρες. Μεγάλοι κερδισμένοι προβλέπονται τα σκληρά δεξιά κόμματα. Πώς μπορεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα να επηρεάσει την πολιτική κατεύθυνση της Ευρώπης για τα επόμενα πέντε χρόνια;

Μια απάντηση είναι: λιγότερο από ό,τι νομίζετε. Η σκληρή δεξιά είναι τόσο κατακερματισμένη που δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει το βάρος της στο Ευρωκοινοβούλιο, είτε ως προς τον καθορισμό της ατζέντας (που συνδέεται με την απόκτηση θέσεων στην Επιτροπή) είτε ως προς τις ψηφοφορίες, λειτουργώντας ως μπλοκ. Νομίζω ότι ο πραγματικός αντίκτυπος θα είναι έμμεσος. Τα ισχυρά κέρδη της σκληρής δεξιάς – ειδικά αν ενισχυθούν με την εύρεση μιας …αδελφής ψυχής πέρα ​​από τον Ατλαντικό, στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ – πιθανότατα θα οδηγήσουν σε προσαρμογή των πολιτικών των άλλων κομμάτων, προς τις προτιμήσεις της σκληρής δεξιάς.

Τα πρόδρομα φαινόμενα

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε εθνικό επίπεδο (δείτε, για παράδειγμα, πώς οι σοσιαλδημοκράτες της Δανίας ξεπέρασαν τους δεξιούς στο θέμα της μετανάστευσης και πώς η κεντροδεξιά της Ολλανδίας συμφώνησε σε ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης με τον δεξιό λαϊκιστή Geert Wilders). Κάτι που στη συνέχεια θα επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο υπουργών στο Συμβούλιο. Παρόμοια μετατόπιση εντός των πολιτικών ρευμάτων, προς την κατεύθυνση των ακραίων που θα επικρατήσουν στις εκλογές, είναι πιθανό να συμβεί και στο Ευρωκοινοβούλιο. Άλλωστε κάτι τέτοιο συνέβη και την προηγούμενη φορά. Μπορεί οι τότε νικητές Πράσινοι να μην εντάχθηκαν στην πλειοψηφία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πλην όμως η θητεία της ορίστηκε από την πράσινη συμφωνία, καθώς σε μεγάλο βαθμό τα κύρια κόμματα απορρόφησαν πολλές από τις προτεραιότητες των Πρασίνων, βλέποντας προς τα πού πνέει ο εκλογικός άνεμος. Δεν είναι και τόσο βέβαιο ότι η σκληρή δεξιά έχει μια συνεκτική άποψη για την οικονομική πολιτική. Τα κόμματά της έχουν πιο ισχυρό στίγμα σε πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα.

Όταν πάντως καταλαγιάσει η σκόνη και έρθει κάποια υποψήφια πρόεδρος της Επιτροπής να ζητήσει την υποστήριξη του Ευρωκοινοβουλίου, οι τρεις σημαντικότερες οικονομικές προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει θα είναι:

  1. Τι θα γίνει με την πράσινη συμφωνία;

Η πράσινη συμφωνία ήταν η εμβληματική πολιτική της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για να λάβει την υποστήριξη των ευρωβουλευτών το 2019, όταν οι εκλογές, θυμηθείτε, ήρθαν μετά από τεράστιες διαδηλώσεις των νέων για την κλιματική αλλαγή. Η ιδέα ήταν ο στόχος για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα να εξελιχθεί σε όχημα οικονομικού μετασχηματισμού, τεχνολογικής καινοτομίας και, μετά τον πόλεμο του Βλαντιμίρ Πούτιν κατά της Ουκρανίας, ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας και επαναπατρισμού παραγωγής.

Η φετινή προεκλογική περίοδος έδειξε πόσο έχει αδυνατήσει η δέσμευση στην πράσινη συμφωνία. Σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά, οι διαδηλωτές δεν είναι νέοι άνθρωποι που εξοργίζονται για το μέλλον του πλανήτη τους, αλλά αγρότες θυμωμένοι για τους κανονισμούς για την πράσινη γεωργία. Όλο και περισσότεροι πολιτικοί, ειδικά-  αλλά όχι αποκλειστικά – σε κεντροδεξιά κόμματα, συντάσσονται με τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις της πράσινης πολιτικής στην αγοραστική δύναμη επιχειρήσεων και καταναλωτών.

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει μια κεντρική πολιτική επιλογή από την επόμενη Επιτροπή, σχετικά με τον ρυθμό και το εύρος της πράσινης ατζέντας. Όχι τόσο, νομίζω, ως προς την κατεύθυνση (ο στόχος για μηδενικό αποτύπωμα είναι εδώ για να μείνει), όσο η φιλοδοξία για ενεργειακή ανεξαρτησία και συνεπώς για πολύ περισσότερη ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Σημασία θα έχουν και οι δεσμεύσεις (ή η απουσία τους) σε θέματα όπως η αυστηροποίηση του συστήματος εμπορίας εκπομπών άνθρακα (ώστε να γίνουν πιο ακριβές οι άδειες εκπομπών) ή οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις που θα αναγκάσουν καταναλωτές και παραγωγούς να στραφούν προς δραστηριότητες λιγότερων εκπομπών άνθρακα. Περιμένω μια στροφή υπέρ των πυρηνικών στην ενεργειακή πολιτική και μια απότομη επιβράδυνση στην προστασία του περιβάλλοντος, προφανώς, στα θέματα που δεν συνδέονται με την απανθρακοποίηση.

  1. Η εξέλιξη της προσέγγισης της Ευρώπης στο διεθνές εμπόριο

Οποιαδήποτε προσαρμογή της πράσινης ατζέντας συνδέεται επίσης με την ευρύτερη προσέγγιση του εμπορίου. Αυτό έχει ήδη επηρεαστεί έντονα όχι μόνο από την πίεση που ασκεί η  δέσμευση για απανθρακοποίηση αλλά κι από γεωπολιτικούς προβληματισμούς και το τέλος της αδιαφορίας για το πώς παράγονται τα εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες — όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, την καλή μεταχείριση των ζώων, τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής στα δεδομένα, και ούτω καθεξής. Οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο να περιλαμβάνουν δεσμεύσεις για τέτοια μη εμπορικά ζητήματα.

Η ίδια η αρχή του συνεχούς ανοίγματος στο διεθνές εμπόριο αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο υπό το πρίσμα του γεωπολιτικού κινδύνου, ειδικά μετά την πανδημία και τον πόλεμο του Πούτιν. Τα δε κράτη-μέλη που παραδοσιακά τάσσονται υπέρ των πιο ελεύθερων συναλλαγών, τυγχάνει επίσης να ενδιαφέρονται για την απανθρακοποίηση, οπότε για παράδειγμα η Σουηδία, είναι πολύ ευχαριστημένη με την επιβολή δασμών στον άνθρακα, που θα εμποδίζουν τον εισαγόμενο βρώμικο χάλυβα να πλήττει την εγχώρια παραγωγή πράσινου χάλυβα. Σε τέτοιου είδους διλήμματα, γεωστρατηγικοί παράγοντες προσφέρουν νέα δυναμική στα παραδοσιακά ένστικτα προστατευτισμού.

Τα ακροδεξιά κόμματα συνήθως δεν είναι φανατικοί υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου. Το ένστικτο για την οικοδόμηση ισχυρότερων συνόρων μετράει και στην οικονομία. Υποφέρουν από κάποια σύγχυση σχετικά με το πώς να αντιμετωπίσουν την Κίνα: Ο εθνικισμός τους θα έπρεπε να τους οδηγεί σε προσπάθειες ανάσχεσης της κινεζικής επιρροής, αλλά αρκετοί θαυμάζουν το κινεζικό μοντέλο και το παράδειγμα της Ουγγαρίας, του Βίκτορ Όρμπαν, αποδεικνύει ότι η φιλία με το Πεκίνο έχει ως ανταμοιβή, επενδύσεις. Ταυτόχρονα, τα σκληρά δεξιά κόμματα δεν ενδιαφέρονται πολύ για τις πανευρωπαϊκές πολιτικές που απαιτούνται για τη διαμόρφωση μιας σκληρής γραμμής απέναντι στην Κίνα — ειδικά για μια κοινή παρεμβατική βιομηχανική πολιτική, που θα στοχεύει στην οικοδόμηση κορυφαίων πράσινων  επιχειρήσεων στο εσωτερικό. Επομένως, είναι κάπως ανοιχτό το πώς θα διαμορφωθεί η εμπορική ατζέντα από τη στροφή προς τα δεξιά — το σίγουρο είναι ότι θα γίνει πιο περίπλοκο.

Κάποιες πρώτες ενδείξεις θα προκύψουν από το εάν η ΕΕ υπογράψει επιτέλους την εμπορική συμφωνία με το εμπορικό μπλοκ της Mercosur της Νότιας Αμερικής (δύο δεκαετίες υπό εξέλιξη) ή εάν επιδιώξει περαιτέρω προστασία κατά των κινεζικών εισαγωγών πράσινης τεχνολογίας, πέραν όσων έχουν ετοιμάσει να προτείνουν οι Βρυξέλλες τις επόμενες ημέρες. Μακροπρόθεσμα, είναι πιθανές οι πιέσεις προς την κατεύθυνση μιας πιο αμυντικής και εσωστρεφούς ΕΕ, ειδικά εάν οι ΗΠΑ συνεχίσουν την πορεία τους προς μια πολύ πιο κλειστή οικονομία.

  1. Ο προϋπολογισμός

Το τρίτο οικονομικό ζήτημα στο οποίο θα έχουν επίπτωση οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί είναι οι επικείμενες διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Θα ξεκινήσουν το επόμενο έτος, για τον επταετή προϋπολογισμό που θα ισχύσει από τις αρχές του 2028. Τα διακυβεύματα εδώ είναι μεγάλα: Περιλαμβάνουν το ύψους του προϋπολογισμού (και εάν δικαιολογείται επανάληψη του Ταμείου Ανάκαμψης), τον τρόπο χρηματοδότησης της όποιας αύξησης και το πού αυτή θα κατευθυνθεί. Άμυνα; Ψηφιακή ή πράσινη βιομηχανική πολιτική; Υποδομές; Κοινωνικά ζητήματα; Τι θα γίνει με τις αγροτικές επιδοτήσεις, που εξακολουθούν να καλύπτουν περίπου το ένα τρίτο του προϋπολογισμού; Υπάρχει επίσης το ερώτημα εάν οι πόροι κατευθυνθούν σε διασυνοριακά έργα (π.χ. ηλεκτρικές διασυνδέσεις) ή σε προτεραιότητες που θα επιλέγονται σε εθνικό επίπεδο, οπότε προκύπτει και το ζήτημα των προαπαιτούμενων για την εκταμίευση των κεφαλαίων.

Η ενίσχυση της σκληρής δεξιάς ειδικότερα και των δεξιών κομμάτων γενικότερα είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει τους συσχετισμούς μεταξύ των διαφόρων προτεραιοτήτων. Η άμυνα, αναμφίβολα, θα τραβήξει περισσότερη προσοχή. Θα περιοριστούν όμως οι αγροτικές δαπάνες κι αν όχι, πού θα βρεθούν επιπλέον χρήματα; Και πώς θα προσεγγίσει η σκληρή δεξιά τη βιομηχανική πολιτική και την πολιτική υποδομών; Εδώ θα έχει αντιμαχόμενα ένστικτα: την επιθυμία να κατασκευαστούν δρόμοι, εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας και βιομηχανίες, ενάντια στην απέχθεια για την πανευρωπαϊκή προσέγγιση που απαιτεί η χρηματοδότησή τους από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Αυτοί, λοιπόν, είναι οι τομείς όπου θα μπορούσα να δω τις εκλογές να επηρεάζουν την πορεία της ΕΕ. Μπορεί να μην την επηρεάσουν πολύ: η σκληρή δεξιά είναι αντιμέτωπη με την αντίφαση ότι οι πολιτικές που της αρέσουν είναι δύσκολο να επιτευχθούν χωρίς τη χρήση των πανευρωπαϊκών εργαλείων, που δεν της αρέσουν — αυτός είναι σε τελική ανάλυση ο τρόπος που μετατρέπεις την εκπροσώπηση σε ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ σε απτά αποτελέσματα στη χώρα σου.

Μεγάλη ή μικρή, οποιαδήποτε επίπτωση στην κατεύθυνση της πολιτικής σημαίνει ότι οι μεταβολές στις επιλογές των ψηφοφόρων κάνουν τη διαφορά. Είτε σας αρέσει η αλλαγή που προκύπτει είτε όχι, η δημοκρατία λειτουργεί. Έτσι, στους αναγνώστες που έχουν δικαίωμα ψήφου στις ευρωεκλογές, λέω: παρακαλώ, χρησιμοποιήστε το.

*Μετάφραση και απόδοση από το KREPORT

Σχετικά Άρθρα