Ανάλυση NYT: Γιατί μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα βλάψει τις επιχειρήσεις

 Ανάλυση NYT: Γιατί μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα βλάψει τις επιχειρήσεις

Στο φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ο Τζέιμι Ντάιμον, επικεφαλής της JPMorgan επί δεκαετίες, δεν έδειξε να ανησυχεί μπροστά στο ενδεχόμενο επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Μάλιστα όταν του ζήτησαν να επιλέξει μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν, προτίμησε να το αποφύγει: «Θα είμαι προετοιμασμένος και για τα δύο ενδεχόμενα». Τα σχόλια αυτά έγιναν αντιληπτά ως μήνυμα καλής θέλησης του Ντάιμον και συνολικότερα του αμερικανικού οικονομικού κατεστημένου προς τον Τραμπ, αλλά και ως προσπάθεια να καθησυχαστούν οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης: Οι ΗΠΑ θα παραμείνουν ασφαλής προορισμός για επενδύσεις ακόμα κι αν επιστρέψει ο Τραμπ. Είναι, όμως, έτσι;

Όπως ανέφερε ο Ντάιμον, παρά την ακραία ρητορική του Τραμπ προεκλογικά, η προεδρία του αποδείχθηκε φιλική προς τις επιχειρήσεις. Στην κυβέρνηση συμμετείχαν αρκετά στελέχη με προϋπηρεσία στις πολυεθνικές και η ατζέντα της (μείωση φόρων – απορρύθμιση) εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της εταιρικής Αμερικής. Ο Τραμπ και το επιτελείο του υποστηρίζουν τώρα ότι ‘τη δεύτερη φορά θα είναι διαφορετικά’. Υπόσχονται υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά και τιμωρητικά μέτρα εναντίον εταιρειών που συναλλάσσονται με την Κίνα. Και ξεκαθαρίζουν ότι ο Τραμπ θα προχωρήσει και χωρίς την ευλογία της επιχειρηματικής κοινότητας.

Στο Νταβός δείχνουν να πιστεύουν ότι τα συμφέροντά τους δεν διακυβεύονται στις εκλογές του Νοεμβρίου – ότι ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο ένοικος, δεν απειλούνται οι συνθήκες που διατήρησαν τον Λευκό Οίκο στο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας εδώ και έναν αιώνα. Αλλά αυτές οι συνθήκες θα μπορούσαν εύκολα να αλλάξουν και μάλιστα σημαντικά. Ο Ράουι Αμπντίλαλ, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Harvard Business School υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε «μια στιγμή συστημικού κινδύνου για το καπιταλιστικό σύστημα όπως το γνωρίσαμε και την παγκοσμιοποίηση όπως την ξέρουμε».

Βαδίζοντας προς το τέλος της Ιστορίας

Επί δεκαετίες, όντως οι επιχειρηματίες έπαιρναν λίγο πολύ αυτό που ήθελαν από τον Λευκό Οίκο, ανεξάρτητα από τον ένοικο. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει και μαζί του η μάχη των ιδεών, πιθανώς για πάντα, με τον καπιταλισμό να έχει επικρατήσει και τον Φουκουγιάμα να κηρύσσει το τέλος της Ιστορίας. Μόνο που η Ιστορία είχε… τελειώσει και πριν.

Η Χρυσή Εποχή του τέλους του 19ου αιώνα ήταν το τελευταίο μεγάλο κεφάλαιο εκρηκτικής εταιρικής κερδοφορίας και προκλητικής επίδειξης ιδιωτικού πλούτου. Τότε, όπως και τώρα, υπήρξε αντίδραση. Ακολούθησαν ο πόλεμος και η μεγάλη ύφεση, που οδήγησε σε ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο:  το New Deal. Αυτό πέτυχε δεκαετίες ταχείας ανάπτυξης και περιορισμένης εισοδηματικής ανισότητας, που τελείωσαν με την πετρελαϊκή κρίση και την ύφεση στα μέσα της δεκαετίας του ‘70.

Η ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς, τώρα στο όνομα του «νεοφιλελευθερισμού», επέστρεψε υπό τον Δημοκρατικό Τζίμι Κάρτερ και κυριάρχησε κατά την προεδρία του Ρέιγκαν. Στη συνέχεια, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό τις ίδιες πολιτικές, πάντα υπέρ των επιχειρήσεων, περιορίζοντας την κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία. Η εταιρική Αμερική και ιδιαίτερα η Wall Street, σύσφιξαν όλο και περισσότερο τις σχέσεις με την κυβέρνηση, πετυχαίνοντας να τοποθετήσουν δικούς τους ανθρώπους σε θέσεις ισχύος.

Τέλος εποχής;

Μετά το Brexit έγινε σαφές ότι η Ιστορία… ξανάρχισε. Οι αντιδράσεις συσσωρεύονταν επί χρόνια αλλά οι ηγέτες των πολυεθνικών υποτιμούσαν την αυξανόμενη αντίδραση κατά της παγκοσμιοποίησης. Έκτοτε, οι πολίτες σε όλο τον κόσμο δείχνουν πρόθυμοι να ‘κάψουν’ τη νεοφιλελεύθερη παγκόσμια οικονομική τάξη. Η άνοδος του Τραμπ φαινόταν να σηματοδοτεί την άφιξη αυτού του κύματος στις ακτές της Αμερικής, αλλά η αντι-παγκοσμιοποιητική ρητορική του τελείωσε μόλις ανέλαβε την εξουσία.

Η επιχειρηματική κοινότητα πήρε όσα ήθελε, ακόμα κι αν πολλά στελέχη της αναγκάζονταν να απολογούνται για τη δημόσια εικόνα του Τραμπ και σχόλια όπως εκείνα υπέρ των ρατσιστών του Σάρλοτσβιλ, το 2017. Μετά την άρνηση του Τραμπ να δεχτεί τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020 και μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, σχεδόν 50 διευθύνοντες σύμβουλοι, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής της Johnson & Johnson και της Walmart, ένωσαν τις φωνές τους για να υπερασπιστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η προεδρία Τραμπ ήταν καλή για τις μεγάλες επιχειρήσεις και το χρηματιστήριο. Στη… νοσταλγία σίγουρα συνέβαλε η απογοήτευσής τους με τον πρόεδρο Μπάιντεν, ο οποίος αποδείχθηκε πολύ πιο παρεμβατικός. Επί των ημερών του η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υιοθέτησε αυστηρότερους κανόνες για τις τράπεζες. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου και το υπουργείο Δικαιοσύνης ξεκίνησαν αντιμονοπωλιακή σταυροφορία και η Επιθεώρηση Εργασίας υιοθέτησε ατζέντα υπέρ των συνδικάτων.

Η «δεύτερη φορά»

Οι ειδικοί προειδοποιούν, όμως, ότι μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε να είναι πολύ πιο αποσταθεροποιητική για τον επιχειρηματικό κόσμο της Αμερικής και για την ευρύτερη παγκόσμια οικονομική τάξη. Εξετάζοντας τις πρόσφατες οικονομικές ιστορίες της Ουγγαρίας, της Βραζιλίας και της Ινδίας, η Ρέιτσελ Κλάινφελντ, του Ιδρύματος Carnegie for International Peace, διαπίστωσε ότι κυβερνήσεις όπως του Όρμπαν, του Μπολσονάρο και του Μόντι αυξάνουν σημαντικά την αστάθεια και τον κίνδυνο, χρησιμοποιώντας τις ρυθμιστικές τους εξουσίες για να επηρεάσουν τις αγορές ή και να ελέγξουν πλήρως επιχειρήσεις. «Η επιχειρηματική κοινότητα εδώ δεν καταλαβαίνει τι πρόκειται να τους χτυπήσει», υποστηρίζει η Κλάινφελντ.

Ο Τραμπ δεν έχει κρύψει τις προθέσεις του, υποσχόμενος προεκλογικά σταδιακή κατάργηση όλων των εισαγωγών «βασικών αγαθών» από την Κίνα, απαγόρευση των επενδύσεων στην Κίνα και αποκλεισμό από έργα του Δημοσίου όσων εταιρειών συνεργάζονται με κινεζικές επιχειρήσεις. Προτείνει, επίσης, 10% δασμό σε όλες τις εισαγωγές, που θα ισοδυναμούσε με την κήρυξη παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, καθώς οι άλλες χώρες θα ανταποδώσουν με δικούς τους δασμούς. Οι πολιτικές αυτές θα αύξαναν το κόστος των αγαθών, θα δημιουργούσαν σαρωτικά προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και πιθανότατα θα προκαλούσαν υπερπληθωρισμό. Η δε υπόσχεση Τραμπ να ξεκινήσει «τη μεγαλύτερη επιχείρηση απέλασης στην αμερικανική ιστορία» ακούγεται καταστροφική για τους εργοδότες, που ήδη δυσκολεύονται να προσελκύσουν όσους εργαζόμενους επιθυμούν.

Οι εξελισσόμενες πολιτικές απόψεις του Τραμπ συμβαδίζουν με την ευρύτερη λαϊκιστική μετατόπιση του συντηρητικού κινήματος. Πέρυσι, το Project 2025, μια προσπάθεια περισσότερων από 100 συντηρητικών οργανώσεων υπό την ηγεσία του Ιδρύματος Heritage, δημοσίευσε μια έκθεση 900 σελίδων με τίτλο «Mandate for Leadership: The Conservative Promise», η οποία είναι ουσιαστικά ένα σχέδιο για μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ.

Μεταξύ άλλων ζητά από τον επόμενο Πρόεδρο να μειώσει την εξουσία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, περιορίζοντας την ικανότητά της να λειτουργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκης. Αυτό θα αύξανε τον κίνδυνο οικονομικών κρίσεων, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα. Για να περιοριστεί οποιαδήποτε εσωτερική αντίδραση, η έκθεση καλεί επίσης τον Τραμπ να επιβάλει εκ νέου ένα εκτελεστικό διάταγμα που ανακάλεσε ο Μπάιντεν, το οποίο επιτρέπει στον Πρόεδρο να αντικαταστήσει χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους με πολιτικούς του φίλους.

Το παράδειγμα Όρμπαν

Υπάρχουν και άλλοι, πιο υπαρξιακοί λόγοι ανησυχίας: Ηγέτες όπως ο Τραμπ επιχειρούν να ελέγξουν στενά τις επιχειρήσεις – χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ουγγαρίας. Όπως ο Τραμπ, ο Όρμπαν κυβέρνησε κατά την πρώτη του θητεία (1998-2002) ως παραδοσιακός συντηρητικός, υπέρ των επιχειρήσεων, μειώνοντας φόρους και κρατικές δαπάνες. Όταν επέστρεψε το 2010 ήταν ένας πολύ διαφορετικός ηγέτης.

Για να εδραιώσει και να διατηρήσει την εξουσία του προχώρησε σε κρατικοποιήσεις, μείωση των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια, μείωση των τιμών στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, έκτακτους φόρους σε σειρά κλάδων κι επιβολή πλαφόν στις τιμές των σούπερ μάρκετ που ανήκουν σε πολυεθνικές. Σταδιακά ο Όρμπαν έκανε πλούσιους τους φίλους και την οικογένειά του, ξεκινώντας έρευνες, μπλοκάροντας συγχωνεύσεις και ψηφίζοντας νόμους που έπληξαν την αξία συγκεκριμένων επιχειρήσεων, που στη συνέχεια εξαγόρασαν σύμμαχοι της κυβέρνησης. Πρόσφατα ο Όρμπαν επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, χωρίς πρόσκληση από τον Λευκό Οίκο, προκειμένου να συναντηθεί με τον παλαιότερο ένοικο και να μιλήσει στο Ίδρυμα Heritage.

Ιδιωτικά, πολλοί στον επιχειρηματικό κόσμο εκφράζουν προβληματισμό για κάποια από αυτά που ακούνε από τον Τραμπ. «Είναι έτοιμοι να αναλάβουν κοινή δράση εάν χρειαστεί», λέει ο Τζέφρι Ζόνενφελντ, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Chief Executive Leadership Institute στο Yale. «Όχι όμως προτού γίνει απαραίτητο». Ο δισταγμός είναι εύλογος. Ορισμένες επιχειρήσεις έχουν ήδη αντιμετωπίσει τιμωρητικές αντιδράσεις από τους συντηρητικούς, επειδή ενστερνίστηκαν στόχους όπως η προάσπιση των δικαιωμάτων της LGBTQ κοινότητας. Ο Τραμπ δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τους μοχλούς της εξουσίας εναντίον οποιουδήποτε του εναντιωθεί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι ευρέως κατανοητό ότι είναι ένας εκδικητικός άνθρωπος.

Μπορεί, όμως, να είναι επικίνδυνο να ‘μιλάς ανοιχτά’ αλλά η παγκόσμια οικονομική τάξη βρίσκεται σε κίνδυνο. Το συμφέρον συνήθως επιβάλλει στις επιχειρήσεις να διατηρούν καλές σχέσεις με αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά για τον Ντάιμον και τον κύκλο του Νταβός αυτό μπορεί να αποδειχθεί μοιραία κοντόφθαλμο. «Το μόνο πράγμα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για την παγκοσμιοποίηση», λέει ο Αμπντίλαλ του Χάρβαρντ, «είναι ότι είναι απελπιστικά εύθραυστη και μπορεί εύκολα να σπάσει».

Πηγή: kreport.gr

Σχετικά Άρθρα