Γιατί ο Ερντογάν στοχεύει την Κύπρο και το υπαρξιακό ερώτημα για την ελληνική διπλωματία

 Γιατί ο Ερντογάν στοχεύει την Κύπρο και το υπαρξιακό ερώτημα για την ελληνική διπλωματία

Κατ’ αρχάς το ερώτημα που αναφέρεται στον τίτλο: Μπορεί οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε ουσιαστικό πολιτικό διάλογο με την Τουρκία στο πλαίσιο της προσέγγισης των δύο χωρών την ώρα που η Άγκυρα θα απειλεί ευθέως την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας;

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το ερώτημα είναι ρητορικό, ίσως και άτοπο, δεδομένου ότι η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο κράτος και η Αθήνα μόνο συμπαρίσταται στις αποφάσεις της εκάστοτε ηγεσίας στην Λευκωσία. Η τελευταία -από μία σειρά- πρόκληση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στα 50 χρόνια από την παράνομη εισβολή και με την κατοχή περίπου του μισού νησιού να συνεχίζεται, θέτει, ωστόσο, τα πράγματα σε νέα βάση. Κι αυτό επειδή μόλις πριν τρεις μήνες ο Τούρκος πρόεδρος και ο Έλληνας πρωθυπουργός υπέγραψαν την Διακήρυξη των Αθηνών εκκινώντας μία νέα περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Αθήνα αισθάνεται ικανοποιημένη επειδή εξασφάλισε τον βασικό στόχο για “ήρεμα νερά” (μετά την ιδιαίτερα επικίνδυνη περίοδο 2020-22), οι τουρκικές προκλήσεις “στο πεδίο” (θάλασσα και αέρα) έχουν σχεδόν μηδενισθεί, η ελληνοαμερικανική συνεργασία έχει “απογειωθεί” και οι ένοπλες δυνάμεις ενισχύονται με γοργό ρυθμό δημιουργώντας για πρώτη φορά συνθήκες ελληνικής υπεροπλίας στο Αιγαίο.

Θα μπορούσε η Κύπρος να είναι τουρκική

«Πριν από μισό αιώνα, οι Τουρκοκύπριοι επέστρεψαν από το χείλος της γενοκτονίας. Στην ‘’ειρηνευτική επιχείρηση’’ του 1974 μαρτύρησαν 498 στρατιώτες μας από όλες τις γωνιές της χώρας μας, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ιδιώτες. Παρ’ όλες τις πιέσεις, αν δεν υπήρχε η επέμβαση της Τουρκίας, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε η »Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» ούτε οι Τουρκοκύπριοι. Στην πραγματικότητα, ίσως αν είχαμε πιέσει προς τα νότια, να μην υπήρχε πια νότος και βορράς και η Κύπρος να ήταν εντελώς δική μας», ανέφερε ο τούρκος πρόεδρος.

Η Αθήνα απάντησε μέσω διπλωματικών πηγών χαρακτηρίζοντας τις δηλώσεις Ερντογάν «στρέβλωση της ιστορικής αλήθειας και προσβολή στην μνήμη των θυμάτων. Πολλώ δε μάλλον όταν γίνονται σε χρόνο κατά τον οποίο βρισκεται σε εξέλιξη προσπάθεια υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την επανεκκίνηση των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».

Κάποιοι αναλυτές, ακόμα και κυβερνητικά στελέχη, έσπευσαν να “εξηγήσουν” την δήλωση Ερντογάν επειδή το κόμμα του (AKP) επιδιώκει να κερδίσει τους μεγάλους δήμους στις επικείμενες εκλογές. Αναδείχθηκε, δηλαδή, πάλι ο λόγος της εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης και της απεύθυνσης στο εθνικιστικό ακροατήριο, κάτι που αποτελεί μονίμως την επωδό των ερμηνειών και για τις προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας. Ως πότε, όμως, η ελληνική πολιτική σκηνή θα …βολεύεται με την εξήγηση ότι οι πολιτικοί κύκλοι και οι εκλογικές αναμετρήσεις στην γείτονα είναι η αφετηρία της “νευρικής συμπεριφοράς” της και όχι η ακλόνητη στρατηγική της που οικοδομείται σε βάθος χρόνου;

Ο σχεδιασμός Ερντογάν

Ο Ερντογάν μετακινεί το γεωπολιτικό ενδιαφέρον του στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικά στην Κύπρο λαμβάνοντας υπόψη του πως τα βλέματα των Ευρωπαίων και της Ουάσιγκτον είναι στραμένα επάνω του και ως εκ τούτου δεν θέλει και δεν μπορεί να εισέλθει ξανά σε φάση έντασης με την Ελλάδα. Η Κύπρος, ωστόσο, είναι κάτι διαφορετικό. Και είναι διαφορετικό διότι η Αθήνα έχει θέσει το Κυπριακό εκτός της ελληνοτουρκικής ατζέντας, παραπέμποντας μόνο στην πρωτοβουλία που επανεκκινεί αυτόν τον καιρό ο ΟΗΕ για την επανέναρξη των συνομιλιών με στόχο την βιώσιμη λύση της διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Ο Ερντογάν απορρίπτει κατηγορηματικά εδώ και καιρό αυτό το σχέδιο, η μοναδική επιδίωξη που κρατά η Τουρκία στο τραπέζι είναι η διχοτόμηση (δύο κράτη), την ίδια ώρα που με την τελευταία δήλωσή του αφήνει αχνά να διαφανεί πως εάν δεν γίνει μία τέτοια επιλογή είναι πάντοτε ανοιχτή η “διόρθωση” αυτού που δεν συνέβη (ολοκληρωμένα) το 1974. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως τα τελευταία χρόνια ο Τουρκός πρόεδρος αξιοποιεί τον ηγέτη των τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ ως πολιτική μαριονέτα, τον περιφέρει διεθνώς και προσπαθεί να εκμαιεύσει την αναγνώριση του ψευδοκράτους.

Για την Τουρκία είναι σημαντικό να αποδείξει ότι προχωρά μετά από 50 χρόνια κατοχής στο επόμενο βήμα.

Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν σειρά προσπαθειών από την Τουρκία να αξιοποιήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και το πάγωμα των σχέσεων Λευκωσίας – Μόσχας, με τον Ερντογάν να προσπαθεί να βάλει και τη Ρωσία στο «παιχνίδι» της αναγνώρισης του ψευδοκράτους, έστω και από το «παράθυρο». Το πρόσχημα ήταν τότε τα εγκαίνια του νέου παράνομου αεροδρομίου στα κατεχόμενα και η προσπάθεια ψευδοκράτους και Άγκυρας το πρώτο αεροσκάφος που θα προσγειωθεί να εκτελεί πτήση Μόσχα – κατεχόμενα.

Η προσπάθεια της αναγνώρισης μέσω μίας πτήσης από Μόσχα απέτυχε, ωστόσο η Τουρκία συνέχισε τις απόπειρες μεθόδευσης αλλαγής του στάτους κβο, μέσω του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών.

Και εκεί απέτυχε αφού το Καζακστάν το 2023 δεν προσκάλεσε ψευδοκράτος ως «παρατηρητή» προκαλώντας την οργή του Ερντογάν.
Η προσοχή κατεχομένων και Άγκυρας πλέον έχει στραφεί στο Αζερμπαϊτζάν που διοργανώνει την άτυπη Σύνοδο του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών και έχει καλέσει τον Ερσίν Τατάρ ως «πρόεδρο» της αποκαλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου» να λάβει μέρος ως «παρατηρητής».

Με τον Τατάρ να επιχειρεί να το αξιοποιήσει. Με δεδομένο μάλιστα ότι η πρόσκληση είναι για ένα γεγονός που πραγματοποιείται τον Ιούλιο, το μήνα της τουρκικής εισβολής. Στο έτος της συμπλήρωσης των 50 ετών. Η Σύνοδος θα πραγματοποιηθεί στα Σούσα, στο Καραμπάχ.

Ακόμα και αν η πρόσκληση δεν συνιστά αναγνώριση η Άγκυρα πιέζει το Αζερμπαϊτζάν, που χαρακτηρίζεται ένα κράτος πολύ κοντά και με εξάρτηση από την Τουρκία, να προχωρήσει και στην αναγνώριση των κατεχομένων.

Το δίλημμα της Αθήνας

Για την Αθήνα το δίλημμα είναι σαφές: τι θα συμβεί εάν η Τουρκία πυκνώσει τις προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ενθαρρυμένος και από την εξομάλυνση των σχέσεών του με την Αίγυπτο και διατηρώντας ακέραια τα ερίσματα του στην Λιβύη; Κι ακόμα περισσότερο τι θα σημάνει μία νέα ναρκοθέτηση της προσπάθειας του ΓΓ του ΟΗΕ για νέο γύρο συνομιλιών (στις αρχές του καλοκαιριού), ή, χειρότερα, κάποια ένταση στο “πεδίο” της Ανατολικής Μεσογείου;

Όσο δεν συγκινούνται η ΕΕ και οι ΗΠΑ για τις προκλήσεις του Ερντογάν κατά της Κύπρου τα περιθώρια για την Ελλάδα είναι μάλλον περιορισμένα. Η Κύπρος είναι ευρωπαϊκό ανεξάρτητο κράτος και παρόλα αυτά η τελευταία δήλωση του Τούρκου προέδρου δεν φαίνεται να συγκίνησε κανέναν στις Βρυξέλλες ή στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ.

Για την Αθήνα, όμως, συνιστά ή όχι προσβολή στο γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών αυτή η επιθετική τακτική του Τούρκου προέδρου κατά της Κύπρου; Προσώρας δεν φαίνεται να εκδηλώνεται κάποια αντίδραση πέραν της δυσφορίας που εκφράστηκε σε ήπιους τόνους από την ελληνική διπλωματία. Ο πολιτικός διάλογος στο επίπεδο της αναπληρώτριας υπουργού Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και του ομολόγου του συνεχίζεται, ο Κυριάκος Μητσoτάκης θα συναντήσει τον Ταγίπ Ερντογάν τον Μάϊο, τίποτε δεν φαίνεται να προκαλεί ρωγμές στην εικόνα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Τους επόμενους μήνες θα φανεί, ωστόσο, εάν μπορούν να οικοδομούν φιλική σχέση η Αθήνα με την Άγκυρα την ώρα που η δεύτερη θα αυξάνει το θερμόμετρο της έντασης με την Λευκωσία.

Σχετικά Άρθρα