Βουλή:Η “μάχη” για τα μη κρατικά ΑΕΙ-Απέναντι αντιπολίτευση, εκπαιδευτική κοινότητα-Στη… Δικαιοσύνη παραπέμπει η Επιστημονική Επιτροπή

 Βουλή:Η “μάχη” για τα μη κρατικά ΑΕΙ-Απέναντι αντιπολίτευση, εκπαιδευτική κοινότητα-Στη… Δικαιοσύνη παραπέμπει η Επιστημονική Επιτροπή

Στην επιτροπή Μορφωτικών, και στην επί της αρχής ψηφοφορία για τη δημιουργία μη κρατικών ΑΕΙ, η ΝΔ ψήφισε «υπέρ» του νομοσχεδίου, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ, η Νέα Αριστερά, η ΚΟ Σπαρτιάτες, και η ΚΟ Νίκη ψήφισαν «κατά», ενώ η Ελληνική Λύση και η Πλεύση Ελευθερίας εξέφρασαν επιφυλάξεις. Αυτό δείχνει και το τι αναμένεται να ακολουθήσει απο σήμερα Τετάρτη (6/3) οπότε αρχίζει στην ολομέλεια της Βουλής η συζήτηση του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού με τίτλο «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου -Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων». Η ψηφοφορία του νομοσχεδίου έχει προγραμματιστεί την Παρασκευή, ενώ αναμένονται με ενδιαφέρον οι παρεμβάσεις του πρωθυπουργού και των αρχηγών των κομμάτων. Παράλληλα το φοιτητικό κίνημα και εκπαιδευτική κοινότητα αντιδρά υποστηρίζοντας ότι ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για ιδιωτικά ΑΕΙ.

Στο συζητούμενο νομοσχέδιο έχουν επίσης κατατεθεί δύο τροπολογίες της κυβέρνησης:

  • Με την πρώτη αυξάνεται το στεγαστικό επίδομα των φοιτητών στα περιφερειακά πανεπιστήμια της χώρας, κατά 500 ευρώ.
  • Με τη δεύτερη τροπολογία προβλέπονται – μεταξύ άλλων – ρυθμίσεις κοινωνικής προστασίας προς πολίτες μετά από θεομηνίες και φυσικές καταστροφές καθώς και ρυθμίσεις για την επαναπρόσληψη πυροσβεστών εποχικής απασχόλησης.

Η συζήτηση του νομοσχεδίου, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις για την ενίσχυση του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, την αναβάθμιση του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, και την εν γένει ενίσχυση των ΑΕΙ, αναμένεται να επικεντρωθεί στις διατάξεις που αφορούν στην εγκατάσταση παραρτημάτων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της αλλοδαπής.

Τι αναφέρει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής

Από την ελληνική δικαιοσύνη θα κριθεί το ζήτημα της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, που έχουν την έδρα τους σε χώρα της αλλοδαπής, αναφέρει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της επί του νομοσχεδίου Πιερρακάκη για τα ιδιωτικά ΑΕΙ, που έχει προκαλέσει φοιτητικό ξεσηκωμό και σφοδρές πολιτικές αντιδράσεις για την παράκαμψη του άρθρου 16 του συντάγματος.

Όπως αναφέρει: «υπό το φως των ρυθμίσεων του Συντάγματος, της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 3457/1998 και λοιπές), του γεγονότος ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, κατ’ αρμοδιότητα, στα κράτη μέλη της Ένωσης, της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, [..] σε σχέση προς την ελληνική έννομη τάξη, και της ερμηνείας του Συντάγματος νοούμενης ως αντικειμενικής, το ζήτημα θα κριθεί, όπως μπορεί σχεδόν μετά βεβαιότητας να υποτεθεί, από την ελληνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι τα ζητήματα που μπορούν να τεθούν από την ψήφιση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριμένη μορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή». 

Αναλυτικότερα, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αναφέρει τα εξής:

«..αναδεικνύονται δύο ενδεχόμενα, ως προς το επιτρεπτό́ της παροχής στην Ελλάδα ανώτατης εκπαίδευσης από παραρτήματα αλλοδαπών πανεπιστημίων και της ακαδημαϊκής αναγνώρισης των χορηγούμενων τίτλων: 

Πρώτον, η νομολογία να επιβεβαιώσει την έως σήμερα κρατούσα σε αυτήν ερμηνεία, την οποία ασπάζεται μέρος της θεωρίας, κρίνοντας, πρώτον, ότι η γραμματική διατύπωση της συνταγματικής ρύθμισης αποδίδει σαφή αρνητική θέση, η οποία δεν δύναται να ανατραπεί στο πλαίσιο ερμηνευτικής προσαρμογής (σε αντίθεση, π.χ., με την περίπτωση της επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, για την οποία η ΟλΣτΕ 2411/2012 δέχθηκε ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν είχε υπόψη του, το 1975, το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των μεταπτυχιακών σπουδών (σκέψη 8)) και, δεύτερον, ότι η άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών του δικαίου της Ένωσης προστατεύεται επαρκώς με την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους τίτλους αλλοδαπών πανεπιστημίων που χορηγούνται για σπουδές σε ημεδαπά παραρτήματα, η λειτουργία των οποίων, άλλωστε, μπορεί να υπαχθεί σε δημόσια εποπτεία. 

Δεύτερον, να υπάρξει μεταστροφή της νομολογίας, και να γίνει δεκτό ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 16, κατά την οποία η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αναφέρεται μόνο στα ημεδαπά ιδρύματα, όπως δηλαδή υπέλαβε, ερμηνεύουσα την παράγραφο 8 του άρθρου 16, η μειοψηφία στην ΟλΣτΕ 3457/1998, και υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας. Μια τέτοια ερμηνεία θα εμπνεόταν από το ότι, στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν συγγενή, σε σχέση με την ημεδαπή ρύθμιση, χαρακτηριστικά, σε έννομες τάξεις που ομοίως ενδιαφέρονται για την ιδιαίτερη φύση και την κοινωνική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε η κάμψη του καθολικού αποκλεισμού υπέρ αλλοδαπών ιδρυμάτων που φέρουν τέτοια χαρακτηριστικά να θεωρηθεί, ενδεχομένως, συμβατή με την ratio του Συντάγματος της χώρας. Η εν λόγω ερμηνεία είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης καθώς αφορά στην κατά το άρθρο 165 ΣλΕΕ οργάνωση του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος. Παραλλήλως, υπό την εκδοχή ότι θα είναι εφαρμοστέα η νομολογία του ΔΕΕ, όπως διαμορφώθηκε στην υπόθεση της Λεττονίας, η προστασία και τήρηση αυτών των χαρακτηριστικών, δύναται, μέσα στην Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική και πολιτιστική ποικιλομορφία, να θεμελιώσει επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια της νομολογίας του ΔΕΕ. Περαιτέρω, ο αποκλεισμός παροχής ανώτατης εκπαίδευσης που δεν φέρει τέτοια χαρακτηριστικά (αλλά, π.χ., ενέχει επιδίωξη κέρδους) πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν θίγεται το ισχύον σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων που αποκτώνται διά σπουδών παρεχόμενων στο πλαίσιο κερδοσκοπικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας (βλ., συναφώς, και την παρατήρηση Γ. I. και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 

Είναι ευνόητο ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας αντικειμενικής ερμηνείας, η παράγραφος 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος θα ερμηνευόταν στενά και κατά το γράμμα της, δηλαδή ότι αφορά και απαγορεύει μόνο τη σύσταση, υπό την έννοια της ίδρυσης, ανώτατων σχολών από ιδιώτες, και όχι την εγκατάσταση στην Ελλάδα ήδη υφιστάμενων στην αλλοδαπή και αναγνωρισμένων στην Ελλάδα πανεπιστημίων που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, και υπό το φως της κοινωνικής αποστολής της εκπαίδευσης, όπως αυτή εννοείται κατά το ελληνικό Σύνταγμα, τα παραρτήματα των αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορούν να έχουν μόνο μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, με αποκλειστικό σκοπό την προαγωγή της εκπαίδευσης, της έρευνας και του πολιτισμού, και με κατοχυρωμένη την αξιοκρατία, την προσβασιμότητα, την ακαδημαϊκή ελευθερία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και ορισμένο βαθμό εσωτερικής αυτοδιοίκησης επί ακαδημαϊκών ζητημάτων. 

Υποστηρίζεται, τέλος, στη θεωρία, και η άποψη ότι το ζήτημα ανήκει, αποκλειστικά, στο ρυθμιστικό πεδίο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη σκέψη ότι αφορά στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αλλοδαπά Α.Ε.Ι. μπορούν να εγκατασταθούν και να προσφέρουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, δηλαδή εντός της ενιαίας αγοράς. Η θέση αυτή ομοίως προϋποθέτει μεταβολή της νομολογίας η οποία, κατά τα ανωτέρω (υπό II), διακρίνει μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης. Η εν λόγω άποψη υποστηρίζει, εν προκειμένω, ότι η άρνηση αναγνώρισης ακαδημαϊκών δικαιωμάτων συνιστά δυσμενή διάκριση στο πλαίσιο του δικαίου της Ε.Ε. ή πάντως παρακωλύει την ελευθερία εγκατάστασης, κατά τρόπο μη δυνάμενο, κατά την ίδια, να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. 

Υπό το φως των ρυθμίσεων του Συντάγματος, της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 3457/1998 και λοιπές), του γεγονότος ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, κατ’ αρμοδιότητα, στα κράτη μέλη της Ένωσης, της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή αναλύεται ανωτέρω σε σχέση προς την ελληνική έννομη τάξη, και της ερμηνείας του Συντάγματος νοούμενης ως αντικειμενικής, το ζήτημα θα κριθεί, όπως μπορεί σχεδόν μετά βεβαιότητας να υποτεθεί, από την ελληνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι τα ζητήματα που μπορούν να τεθούν από την ψήφιση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριμένη μορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή».

Τι υποστηρίζει η κυβέρνηση

Σκοπός του συγκεκριμένου μέρους του νομοσχεδίου είναι «η ρύθμιση της αδειοδότησης, εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτημάτων μητρικών ιδρυμάτων υπό τη μορφή Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.) κατά τρόπο σύμφωνο με τον συνταγματικό προορισμό της ανώτατης εκπαίδευσης». Όπως σημειώνεται στο νομοσχέδιο, «η λειτουργία των παραρτημάτων – Ν.Π.Π.Ε. συμβάλλει αφενός μεν στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης θέτοντας κριτήρια και όρους ποιότητας, αφετέρου δε στη διεύρυνση των παρεχόμενων εκπαιδευτικών ευκαιριών στη χώρα μας κατά τρόπο συμβατό με την κοινωνική αποστολή της ανωτάτης εκπαίδευσης. Επιπλέον, επιδιώκονται η προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών στη χώρα, η κάλυψη της διαρκώς αυξανόμενης εγχώριας ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές, η αύξηση των δεικτών οικονομικής ανάπτυξης, η ανάσχεση της τάσης εκπατρισμού των νέων της χώρας για σπουδές σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, καθώς και ο επαναπατρισμός Ελλήνων ακαδημαϊκών και επιστημόνων για εργασία σε αντίστοιχο πανεπιστημιακό περιβάλλον στη χώρα τους.

Κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, και στη γνώμη της αντιπολίτευσης ότι το επίμαχο μέρος του νομοσχεδίου παραβιάζει το άρθρο 16 του Συντάγματος, ο αρμόδιος υπουργός Κυρ. Πιερρακάκης επικαλέστηκε σειρά διακεκριμένων συνταγματολόγων που θεωρούν τα Συντάγματα ζωντανούς οργανισμούς που «χρειάζονται φρέσκες αναγνώσεις και όχι λιτανείες». Όσο για την πρόθεση εισηγητών της αντιπολίτευσης να καταθέσουν ένσταση αντισυνταγματικότητας κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια, ο κ. Πιερρακάκης παρατήρησε ότι η αντιπολίτευση δεν δικαιώθηκε σε καμία από τις 45 ενστάσεις αντισυνταγματικότητας που κατέθεσε από το 2019. Οι απόψεις όλων μας θα κριθούν από τη δικαστική εξουσία, στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών, είπε ο υπουργός Παιδείας.

Σχετικά Άρθρα