Kώστας Μελάς: Η μεταποιητική επιχειρηματικότητα και οι μακροοικονομικές εξελίξεις

 Kώστας Μελάς: Η μεταποιητική επιχειρηματικότητα και οι μακροοικονομικές εξελίξεις

Για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, στα ζητήματα που αφορούν σε αυτό που ονομάζεται επιχειρηματικότητα,  θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα:

Του Kώστα ΜελάΚαθηγητή Πολιτικής Οικονομίας

α. Η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις οι οποίες προκύπτουν, από τα όλο και διευρυνόμενα  γεωπολιτικά ρήγματα έως την Πράσινη Μετάβαση και την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Υψηλοί κίνδυνοι γεωπολιτικής υφής ευρίσκονται εν εξελίξει σε πλανητικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα οικονομικές επιλογές κυβερνήσεων  και κεντρικών τραπεζών προκαλούν αύξηση των επιβαρύνσεων της οικονομικής διαδικασίας σε ένα περιβάλλον πληθωριστικών πιέσεων και  κατακερματισμού της εφοδιαστικής αλυσίδας.

  • Εκτός από παραπάνω δυσμενές διεθνές τοπίο η ελληνική επιχειρηματικότητα βρίσκεται αντιμέτωπη  και με πάγια και διαχρονικά  εγχώρια προβλήματα τα οποία λειτουργούν ως βαρίδια σε οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας για ένα νέο βιώσιμο και ταυτόχρονα δυναμικό αναπτυξιακό υπόδειγμα.

Συγκεκριμένα αναφέρω ότι:

Η απουσία συγκροτημένου πλαισίου για την επιδιωκόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιτρέπει , κυρίως στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και σε τακτά χρονικά  διαστήματα, να επικαλούνται ως αναπτυξιακούς μοχλούς  είτε  ό,τι συγκυριακά επικρατεί στο διεθνές περιβάλλον (πχ προχθές οι νεοφυείς επιχειρήσεις, χθες ο αγροτουρισμός, σήμερα το real estate) είτε ό,τι παρουσιάζει μια μόνιμη δυναμική η οποία όμως δεν μπορεί να μετατραπεί  σε μοναδικό πυλώνα της ανάπτυξης (πχ. ο τομέας του τουρισμού).

Είναι γνωστόν σε όσους ασχολούνται με τη θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης οι επιπτώσεις που είχε στην αναπτυξιακή προοπτική των χωρών η εξάρτησή τους από λίγες πηγές εισοδημάτων, αντί μιας ευρείας γκάμας μεταποιημένων προϊόντων που κατευθύνονται σε διαφορετικές αγορές. Η αυξημένη μεταβλητότητα των εσόδων από λίγους κλάδους εξαγωγής λόγω «καθήλωσης» της  εξειδίκευσης των συγκεκριμένων  οικονομιών μόνο σε αυτούς τους κλάδους, σε αντίθεση με τη συγκριτική σταθερότητα των εσόδων χωρών που έχουν έσοδα από ένα διαφοροποιημένο καλάθι προϊόντων και εξαγωγών, καταγράφεται  ως σημαντική και αρνητική επίπτωση για αυτές τις οικονομίες.

  • Είναι αδύνατον μια χώρα να μπορεί να ελπίζει ότι θα ανέλθει στην αλυσίδα αξίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας χωρίς να χρειαστεί να δημιουργήσει για παράδειγμα την προαναφερόμενη μεταποιητική βάση. Προσοχή ομιλώ για μεταποιητική βάση η οποία, όπως είναι κατανοητό , δεν περιλαμβάνει μόνο την παραγωγή βιομηχανικών τελικών προϊόντων.

Η αλήθεια των πραγματολογικών στοιχείων είναι καταλυτική: τα προϊόντα μεταποίησης διαμορφώνουν τον κύριο όγκο του παγκόσμιου εμπορίου κατά 70%, ενώ ο κλάδος αποτελεί μόνο το 16% του παγκοσμίου ΑΕΠ.

Επίσης, καταγράφεται σήμερα από σειρά αναλυτών,  η διαχρονική αύξηση  τόσο του βαθμού που ο κλάδος της μεταποίησης «που κατασκευάζει πράγματα» εξαρτάται από τις εισρέουσες (input) υπηρεσίες, όσο και ο βαθμός στον οποίο η μεταποίηση συνεισφέρει στις υπηρεσίες ως εκροή (output). Η εξέλιξη αυτής της σχέσης, ειδικά σε ό,τι αφορά την ενσωματωμένη γνώση, σημαίνει επίσης ότι, η διάκριση υπηρεσιών/μεταποίησης με την κλασική έννοια αρχίζει σε πολλές περιπτώσεις να χάνει τη συνάφειά της με την πραγματικότητα. Παραμένει όμως ότι, ακόμα και αν αυτή η διάκριση ξεθωριάζει, η παραγωγή προϊόντων παραμένει αναπόσπαστη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού οικοσυστήματος.

Αλλά ακόμα και τα προϊόντα που δεν είναι αποτέλεσμα μεταποίησης, όπως οι πρώτες ύλες ή τα αγροτικά προϊόντα, απαιτούν συχνά σαν εισροή προϊόντα μεταποίησης. Συνεπώς, η γενίκευση της προαναφερόμενης ανάλυσης,  στην ανάγκη ύπαρξης μιας επαρκώς διαφοροποιημένης και υγιούς μεταποιητικής βάσης είναι εύλογη και ορθή. Η παραγωγή προϊόντων (η δημιουργία πραγμάτων)  παραμένει αναπόσπαστη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού οικοσυστήματος.

Επομένως είναι παγκοίνως αποδεκτό ότι ο τομέας μεταποίησης μπορεί να συμβάλλει κρίσιμα στη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας προς ένα πρότυπο ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης. Προκειμένου να επιτύχει η ελληνική οικονομία υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, αναγκαία είναι η στροφή προς τομείς που επενδύουν στην πραγματική οικονομία και παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, όπως ο τομέας της μεταποίησης. Επιπρόσθετα, η μεταποίηση εμφανίζει αυξημένη παραγωγικότητα και υλοποιεί επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ παράλληλα πρωτοπορεί ως προς τον βαθμό εξωστρέφειας, καινοτομίας και διασύνδεσης με την τεχνολογία.

β. Ποια είναι η κατάσταση του συγκεκριμένου τομέα στην χώρα μας τα τελευταία πέντε χρόνια; Η  πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ[1] (με την υποστήριξη της Ελληνικής Παραγωγής) μας επιτρέπει να προβούμε σε ένα πρώτο απολογισμό. Συγκεκριμένα:

1. Η συμμετοχή της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) του τομέα μεταποίησης στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε σε 9,1% το 2022, από 7,8% το 2019 και 8,5% το 2008. Αντίστοιχα, η συμμετοχή της μεταποίησης στην εγχώρια απασχόληση έφτασε στο 10,0% (413 χιλ. απασχολούμενοι) το 2022, από 9,6% το 2019 και 11,8% το 2008.

Ωστόσο, τα μερίδια της μεταποίησης στα βασικά μεγέθη της οικονομίας συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της ΕΕ και η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στις σχετικές κατατάξεις. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ με βάση το μερίδιο της ΑΠΑ της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας και στην 22η θέση αναφορικά με τη συμμετοχή στην εγχώρια απασχόληση. Σημαντική υστέρηση καταγράφεται και σε όρους παραγωγικότητας εργασίας των εγχώριων επιχειρήσεων μεταποίησης, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην 21η θέση με €29,6 χιλ. ΑΠΑ ανά εργαζόμενο το 2020, έναντι €64,0 χιλ. κατά μέσο όρο στην ΕΕ και το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ Ελλάδας και της ΕΕ να διευρύνεται διαχρονικά. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, παρατηρείται σημαντική απόκλιση και το χάσμα διευρύνεται καθώς η παραγωγικότητα στην Ελλάδα βαίνει μειούμενη τη δεκαετία 2011-2020 ενώ αντίθετα στην ΕΕ27 παρατηρείται αύξηση. Ειδικότερα, την εξεταζόμενη περίοδο η παραγωγικότητα εργασίας της εγχώριας μεταποίησης μειώθηκε κατά 26,4% ενώ στην ΕΕ27 αυξήθηκε κατά 20,8% φτάνοντας το 2020 στις €64 χιλ. Κατά συνέπεια, το 2020 η παραγωγικότητα εργασίας του ευρωπαϊκού μεταποιητικού κλάδου ήταν περίπου διπλάσια της εγχώριας, με το χάσμα να διαμορφώνεται στις €34,4 χιλ.

Η αξία παραγωγής (σε σταθερές τιμές του 2015) της μεταποίησης εξελίχθηκε ως ακολούθως σε δις ευρώ: 2008= 63 (26,4% ΑΕΠ) , 2019= 55 (29,9% του ΑΕΠ) και το 2022=58 (30,4% του ΑΕΠ).

Τόσο η αξία παραγωγής, όσο και η ΑΠΑ υπολείπονται ακόμη των αντιστοίχων του έτους 2008 σε απόλυτα νούμερα αλλά βελτιώνονται ελάχιστα ως % του ΑΕΠ.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία το ποσοστό της  ΑΠΑ/Αξία παραγωγής στην εγχώρια μεταποίηση κυμαίνεται στο 32,7% το 2022, από 36,5% το 2008.

Ένα σημαντικό στοιχείο που υποδεικνύει την κατάσταση της ελληνικής μεταποίησης την τελευταία 5ετία είναι το ακόλουθο:

Όλοι οι κλάδοι που ανήκουν στον τομέα της μεταποίησης, την περίοδο 2018-2022 παρουσίασαν μειωμένη ΑΠΑ , εκτός από τον κλάδο της διύλισης πετρελαίου ο οποίος αυξήθηκε σημαντικά (από 6,5% το 2018 σε 15,1% το 2022) και του κλάδου των μεταλλικών προϊόντων που αυξήθηκε ελάχιστα (2018 = 6,8%, 2022=7,0%). Ουσιαστικά, αν αφαιρέσουμε τη συμμετοχή του κλάδου της διύλισης πετρελαίου (που χαριστικά εντάσσεται στην μεταποιητική διαδικασία) η ΑΠΑ της μεταποίησης τη συγκεκριμένη περίοδο μειώθηκε.  Η ΑΠΑ της εγχώριας μεταποίησης ως προς το ΑΕΠ ήταν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθιστώντας τη χώρα 24η ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ.

2. Σύμφωνα με τα στοιχεία της  μελέτης, το εμπορικό ισοζύγιο των προϊόντων της εγχώριας μεταποίησης (χωρίς τα προϊόντα διύλισης πετρελαίου), σε δις ευρώ,  την τελευταία περίοδο  χειροτερεύει συνεχώς : 2020= -15,7/ 2021= -19,4/ 2022= -25,3, παρά την επιλεγείσα πολιτική με κάθε τρόπο αύξηση των εξαγωγών (οικονομικό δόγμα της παγκοσμιοποίησης), οι οποίες πράγματι αυξήθηκαν (δις ευρώ) 2020=20,2/ 2021=23,8/ 2022= 25,3. Όμως ακόμη περισσότερο αυξήθηκαν οι εισαγωγές (μεγάλο μέρος των οποίων αποτελούν  απαραίτητα inputs για την παραγωγή των εξαγώγιμων προϊόντων, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο).  Σημαντικότατο στοιχείο αποτελεί το ότι, την περίοδο 2018-2022,  μόνο σε δύο κατηγορίες μεταποιητικών προϊόντων (εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή) καταγράφεται εμπορικό πλεόνασμα – τα βασικά μέταλλα και τα προϊόντα καπνού. Όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες μεταποιητικών προϊόντων παρουσιάζουν εμπορικό έλλειμμα και μάλιστα διευρυνόμενο. Παρά τα ωραία λόγια η  πραγματικότητα των αριθμών είναι αδήριτη. Επιπλέον, όπως πολλάκις έχουμε σημειώσει, η αύξηση του δείκτη ανοίγματος της ελληνικής μεταποίησης , για την οποία χαίρεται η κυβέρνηση και οι συνεπικουρούμενες αντιλήψεις, συνοδεύεται με αύξηση του εμπορικού ελλείμματος του τομέα (αλλά και της οικονομίας γενικότερα). Οι πολυδιαφημισμένες εξαγωγές δεν μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ σε μια οικονομία όπως η ελληνική με τη σημερινή παραγωγική δομή με δεδομένες τις ανάγκες  της ελληνικής παραγωγής  από πλήθος εισαγωμένων πρώτων υλών, ημικατεργασμένων και μηχανημάτων για την παραγωγή των ελληνικών προϊόντων που στη συνέχεια μέρος των οποίων εξάγονται (δηλαδή χαμηλή προστιθέμενη αξία της ελληνικής παραγωγής).

3. Μέχρι και το 2020 το απόθεμα φυσικού κεφαλαίου μειωνόταν σταθερά στην Ελλάδα, αφού οι καθαρές επενδύσεις ήταν αρνητικές, δηλαδή οι αποσβέσεις υπερέβαιναν τις ακαθάριστες επενδύσεις. Αντιθέτως, μέχρι και το 2019 στην Ευρωζώνη υπήρχε σταθερή αύξηση παγιώνοντας το παραγωγικό χάσμα με την Ελλάδα. Η εικόνα αυτή αντιστρέφεται το 2021 και το 2022, όταν οι καθαρές επενδύσεις γίνονται θετικές, για πρώτη φορά από το 2009. Ωστόσο, το αναπτυξιακό κενό εξακολουθεί να είναι μεγάλο. Επίσης από το 2021 κι ύστερα, η πορεία των πραγματικών επενδύσεων καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τις επενδύσεις σε κατοικίες και σε άλλες κατασκευές. Υπάρχει δηλαδή μια αναδιάρθρωση του τύπου των επενδύσεων υπέρ των μη παραγωγικών επενδύσεων.

Ο ΑΣΠΚ στην εγχώρια μεταποίηση (σε ονομαστικές τιμές ) παρουσιάζει από το έτος 2008 (3,050 δις ευρώ) συνεχή μείωση μέχρι και το 2013( 1,100 δις ευρώ). Στη συνέχεια αρχίζουν να ανακάμπτουν και το 2022 ανέρχονται σε 2,978 δις ευρώ. Δηλαδή δεν έχουν φτάσει  ούτε στο ύψος του 2008.

Ένας σημαντικός παράγοντας που θα συμβάλει στη μείωση του παραγωγικού χάσματος μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης είναι η ψηφιοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Το ίδιο κρίσιμη είναι η κατεύθυνση των πόρων σε έργα υποδομών που θα έχουν ως στόχο τον δραστικό περιορισμό του ενεργειακού κόστους, όπως είναι, για παράδειγμα, η σημαντική επέκταση της κάλυψης του δικτύου ΑΠΕ και η ενεργειακή επιδότηση ανθεκτικών επιχειρήσεων σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής έντασης. Συνδυαστικά, οι πολιτικές αυτές δεν ενισχύουν μόνο την οικονομική μεγέθυνση της οικονομίας, αλλά και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά της, πράγμα που μπορεί να αναστρέψει την αρνητική εικόνα που παρουσιάζει το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας.

γ. Συμπερασματικά

Η υστέρηση που καταγράφεται στις παραγωγικές επενδύσεις και στη συμμετοχή της μεταποίησης στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων  που λειτουργούν ανασταλτικά στην ανάπτυξη του τομέα. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων αποτελεί σημαντική ευκαιρία για ενδυνάμωση της δραστηριότητας της εγχώριας μεταποίησης. Επίσης η σχετική υστέρηση οφείλεται  στο ότι η ανάπτυξη του τομέα προϋποθέτει επενδύσεις με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα και κατά συνέπεια ένα σχετικά σταθερό και σαφές οικονομικό περιβάλλον. Επιπλέον, σημαντικές ευκαιρίες για τη μεταποίηση προκύπτουν από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του τομέα, την ενίσχυση της καινοτομίας που παράγει και την εντατικοποίηση της συμμετοχής εγχώριων μεταποιητικών κλάδων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας.


[1] ΙΟΒΕ, Ο τομέας μεταποίησης στην Ελλάδα, Δεκέμβριος 2023

Σχετικά Άρθρα