Έρευνα: Οι πιο αδύναμοι οικονομικά ξοδεύουν περισσότερα για την υγεία τους από τους πλούσιους

 Έρευνα: Οι πιο αδύναμοι οικονομικά ξοδεύουν περισσότερα για την υγεία τους από τους πλούσιους

Από δεξιά προς τα αριστερά οι: Θεόδωρος Τρύφων, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας & Συνδιευθύνων Σύμβουλος της ΕΛ.ΠΕΝ., Αναστάσιος Σαμουηλίδης, Νομικός Σύμβουλος & Υπεύθυνος Δημοσίων Υποθέσεων της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος, Ιωάννης Υφαντόπουλος, Πρόεδρος του Ι.Π.Ο.Κ.Ε., Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του Ε.Κ.Π.Α., Πέλα Σουλτάτου, PhD, Διδάσκουσα Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ & Σχολής Δημόσιας Υγείας ΠΑΔΑ Νατάσσα Σπαγαδώρου, Δημοσιογράφος Υγείας, Ιωάννης Κωτσιόπουλος, Γενικός Γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας.

Μία οξύμωρη πραγματικότητα μεταξύ των πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών σχετικά με τις ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία ανέδειξε ο πρόεδρος του Ι.Π.Ο.Κ.Ε. Ερευνητικού Κέντρου και καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του Ε.Κ.Π.Α., Γιάννης Υφαντόπουλος, παρουσιάζοντας μία νέα μελέτηπου καταδεικνύει τις επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης στον τομέα της υγείας και του Φαρμάκου στους δείκτες υγείας και στην ποιότητα ζωής των Ελλήνων.

Οι φτωχότεροι πληρώνουν περισσότερα για την υγεία τους κυρίως για τρεις λόγους, σύμφωνα με τον Καθηγητή:

1.       έχουν χειρότερο επίπεδο υγείας, επειδή δεν υπάρχει ενημέρωση ώστε να κάνουν προληπτικές εξετάσεις, να προλαμβάνουν ζητήματα υγείας

2.      πηγαίνουν πολύ αργά στο νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να εκτίθενται σε μεγαλύτερες δαπάνες υγείας (μεγαλύτερη νοσηλεία, σοβαρότερου βαθμού προβλήματα κλπ)

3.      ακολουθούν ένα lifestyle επιβαρυντικό για την υγεία τους, επειδή δεν έχουν την ενημέρωση, τη φροντίδα και την εκπαίδευση ώστε με τη διατροφή, την άσκηση να βελτιώνουν το επίπεδο της υγείας τους και της ποιότητας της ζωής τους.

«Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν σε αυτή τη διαφοροποίηση. Άρα, αναγκάζονται τα φτωχότερα νοικοκυριά, λόγω έλλειψης πρόληψης λόγω έλλειψης ενημέρωσης, σε περισσότερες δαπάνες για την υγεία τους. Το θέμα είναι ότι το κράτος πρέπει να καταπολεμήσει αυτούς τους λόγους. Δεν είναι ζήτημα περισσότερων χρημάτων ή παροχής vouchers υπηρεσιών στους φτωχότερους. Χρειάζεται εκπαίδευση ως προς το lifestyle, χρειάζεται υποστήριξη ώστε να αλλάξει ο τρόπος ζωής, να μπει η ενημέρωση, η εκπαίδευση και η πρόληψη για θέματα υγείας σε όλες τις φάσεις της ζωής».

Η επένδυση στην Υγεία αποτελεί το κλειδί για την πρόσβαση των ασθενών σε ποιοτική και αποδοτική υγειονομική περίθαλψη

Γενικότερα, η νέα μελέτη του Ι.Π.Ο.Κ.Ε. Ερευνητικού Κέντρου δείχνει ότι η υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης και του Μέσου Όρου των 27 χωρών της Ευρώπης (ΕΕ-27) έχει επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των Ελλήνων. Η έρευνα βασίζεται σε συνδυασμό χρονολογικών σειρών, που καλύπτουν την περίοδο 60 χρόνων (από το 1960 μέχρι το 2021), και διακρατικών δεδομένων των Ευρωπαϊκών χωρών. Το σύνολο του δείγματος των χωρών της Ευρώπης είναι 322.724 άτομα και της Ελλάδας 16.621 άτομα.

Κατά την παρουσίαση της μελέτης με τίτλο: «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας», ο Πρόεδρος του Ι.Π.Ο.Κ.Ε. επεσήμανε ότι τα πορίσματα της μελέτης είναι χρήσιμα για το Στρατηγικό Προγραμματισμό και την επιστημονική τεκμηρίωση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας που σχεδιάζουν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα.

Στην ανάλυσή του ο καθηγητής ανάφερε ότι «Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση του COVID-19, επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα. Όσον αφορά το σκέλος της χρηματοδότησης, η Ελλάδα παρουσίασε σημαντικές αποκλείσεις από το μέσο όρο των ΕΕ-27. Οι αποκλείσεις αυτές ανέρχονται σε δύο ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο των δαπανών υγείας σε ποσοστό του ΑΕΠ, και σε τρείς ποσοστιαίες μονάδες στις δημόσιες δαπάνες υγείας. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα των ΕΕ-27 με τις μεγαλύτερες υποχρηματοδοτήσεις του συστήματος υγείας.

Ενδεικτικά, αναφέρονται οι ακόλουθες μειώσεις / αποκλίσεις από τον Μ.Ο. των ΕΕ-27:

1)      Για το σύνολο των δαπανών υγείας κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 22.8% έναντι αύξησης στο Μ.Ο. ΕΕ-27 κατά 16,7%.

2)      Δημόσιες δαπάνες κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 32,5% έναντι αύξησης στο Μ.Ο των ΕΕ-27 κατά 15,3%.

3)      Σύνολο των φαρμακευτικών δαπανών κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 26,2% έναντι αύξησης στο Μ.Ο. των ΕΕ-27 κατά 3,6%.

4)      Δημόσιες φαρμακευτικές δαπάνες κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 51,8%, σε σχέση με αντίστοιχη μείωση στο Μ.Ο. των ΕΕ-27 μόνο κατά 6,7%.

Από την ανάλυση προκύπτει σημαντική υποχρηματοδότηση του δημόσιου τομέα της υγείας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά το μείγμα των Δημόσιων / Ιδιωτικών δαπανών υγείας για φάρμακο παρατηρείται, επίσης, μια σημαντική συρρίκνωση της δημόσιας δαπάνης στην Ελλάδα από 78,1% το 2009 στο 51% το 2019. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για το Μ.Ο των Ε.Ε-27 ήταν από 65,9% το 2009 στο 59,3% το 2019.

Εξετάζοντας διαχρονικά το πρότυπο χρηματοδότησης των δαπανών υγείας στην Ελλάδα παρατηρούμε μια σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών υγείας με αντίστοιχη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Η μετακύληση αυτή της δαπάνης από το δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών έφερε ένα επιπλέον βάρος στα Ελληνικά Νοικοκυριά δημιουργώντας σημαντικές καταστροφικές δαπάνες.

Οι παραπάνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη. Η Ελλάδα καταγράφεται ως μια από τις χώρες της ΕΕ-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες. Η αύξηση αποδίδεται στην υποεπένδυση του δημόσιου τομέα στην υγεία. Συγκρίνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες σε συνδυασμό με τις δημόσιες δαπάνες υγείας στις 27 χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των ανατολικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία) με τις χαμηλότερες δαπάνες υγείας και τις υψηλότερες ανικανοποίητες ανάγκες.

Εξετάζοντας την ικανοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών από το σύστημα υγείας προέκυψε ότι οι Έλληνες δηλώνουν τη χαμηλότερη ικανοποίηση. Το 45% των Ελλήνων δηλώνουν ικανοποίηση από το σύστημα υγείας έναντι του 96,5% των Ελβετών, το 94% των Δανών, και το 91% των Ισπανών. Από περαιτέρω μελέτη των δεδομένων προέκυψε ότι η επένδυση στην υγεία αυξάνει σημαντικά την ευημερία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ελλήνων».

Η παρουσίαση της μελέτης έγινε υπό την αιγίδα της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (Π.Ε.Φ.) και χαιρετισμό απεύθυνε ο Πρόεδρος της Ένωσης και Συνδιευθύνων Σύμβουλος της ΕΛ.ΠΕΝ., κ. Θεόδωρος Τρύφων. Tις θέσεις των ασθενών σε σχέση με τα συμπεράσματα της μελέτης, ανέλυσε ο κ. Αναστάσιος Σαμουηλίδης, Νομικός Σύμβουλος & Υπεύθυνος Δημοσίων Υποθέσεων της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος.

Στη συνέχεια, ακολούθησε ανοικτή συζήτηση σχετικά με τη μελέτη και τη βιωσιμότητα του δημόσιου συστήματος υγείας στην Ελλάδα, την οποία συντόνισε η δημοσιογράφος Υγείας, κα. Νατάσσα Σπαγαδώρου και συμμετείχαν ο κ. Ιωάννης Κωτσιόπουλος, Γενικός Γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας και η κα. Πέλα Σουλτάτου, PhD, Διδάσκουσα Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ & Σχολής Δημόσιας Υγείας ΠΑΔΑ.

Σχετικά Άρθρα