Γεραπετρίτης: Τα διλήμματα είναι σκληρά – Ποιος ψηφίζει διατάξεις αποκλεισμού φασιστικών κομμάτων και ποιος απέχει

 Γεραπετρίτης: Τα διλήμματα είναι σκληρά – Ποιος ψηφίζει διατάξεις αποκλεισμού φασιστικών κομμάτων και ποιος απέχει

   Αναλυτικές απαντήσεις για το κόμμα Κασιδιάρη και το θέμα που ανέκυψε με τον παραιτηθέντα αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερίκο, έδωσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ1.

Ειδικότερα, όπως είπε, «όλα έγιναν με τρόπο απολύτως θεσμικό. Ήλθαν διατάξεις που αφορούσαν τα κωλύματα εκλογιμότητας για εκείνους που έχουν καταδικασθεί για εγκληματική οργάνωση και οι οποίοι, προφανώς, δεν μπορούν να ηγούνται πολιτικού κόμματος. Μια αυτονόητη διάταξη που θωρακίζει τη δημοκρατία και για την οποία θα περίμενα ευρύτερη συναίνεση και πολιτική γενναιότητα. Να μην υπαναχωρούμε δηλαδή, επειδή αυτό είναι πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Η δημοκρατική θωράκιση της χώρας είναι ένα ζητούμενο, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να κάνει έκπτωση», ήταν η εισαγωγική του διαπίστωση.

   Επί του προκειμένου, «μόνο για αυτές τις διαδικαστικές διατάξεις – ποιο όργανο, με ποια διαδικασία, σε ποιους χρόνους, με ποια αποδεικτικά μέσα – είχα, πράγματι, εκτενή διαβούλευση, αφενός με την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, που είναι η προϊσταμένη του ανωτάτου αναιρετικού, όσο και με τον πρόεδρο του Α1 Τμήματος, που είναι το αρμόδιο για την ανακήρυξη […] Υπήρξαν τηλεφωνικές επικοινωνίες και με την πρόεδρο του Αρείου Πάγου και με τον αντιπρόεδρο κ. Τζανερίκο. Με τον οποίον υπήρξε μία και μόνη συνάντηση, η οποία έγινε επίσημα και τυπικά στο υπουργικό γραφείο μου». Στο σημείο αυτό μάλιστα, δήλωσε πως «είναι ντροπή και μόνο να αναφέρεται αυτό (σ. σ. ότι έγινε η συνάντηση σε καφενείο), δεν έχω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απίθανη υπερβολή εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Στον πολιτικό μύλο που θέτει τα πάντα η αξιωματική αντιπολίτευση, θέτει και ζητήματα που είναι ευαίσθητα για τη δημοκρατία».

   Εν συνεχεία, «ο ίδιος ο κ. Τζανερίκος ουδέποτε αναφέρθηκε σε συνάντηση μεταξύ μας εκτός του Υπουργείου, ο ίδιος το επιβεβαιώνει […] Ο ίδιος ο κ. Τζανερίκος ουδέποτε αναφέρθηκε ότι εγώ του ζήτησα την οποιαδήποτε δική του συμβουλή. Εγώ, και για λόγους προσωπικού ήθους και για λόγους ακεραιότητας της κυβέρνησης, ουδέποτε θα συζητούσα με τον κ. Τζανερίκο […] ποια είναι η δική του κρίση σε σχέση με τα θέματα αυτά». Επιπλέον, «ο κ. Τζανερίκος ουδέποτε είπε ότι τέτοιο θέμα συζήτησης για πιθανά ανταλλάγματα ετέθη από εμένα. Προς τιμήν του ο ίδιος δεν το ανέφερε και δεν έγινε ποτέ», επεσήμανε ο υπουργός Επικρατείας κατηγορώντας ταυτοχρόνως την αξιωματική αντιπολίτευση για στρέβλωση «με ένα κυνικό και χυδαίο τρόπο».

   Συμπληρώνοντας, ο υπουργός Επικρατείας είπε: «Η συνάντησή μας έγινε απολύτως φανερά και ακέραια, όπως γίνονται όλες οι συναντήσεις μου. Προσήλθε στο γραφείο μου, συνοδευόμενος, κάναμε τη συζήτηση, που ήταν μια σχετικώς σύντομη συζήτηση για θέματα διαδικαστικά της δικαιοσύνης. Για το θέμα της συγκεκριμένης τροπολογίας συζητήσαμε ελάχιστα. Είχαμε ήδη συζητήσει εκτενώς με τηλεφωνική επικοινωνία, οπότε παρείλκε ο λόγος για να έχουμε μια περαιτέρω συζήτηση. Μιλήσαμε και με την πρόεδρο του Αρείου Πάγου και καταλήξαμε».

   ‘Αλλωστε, προσέθεσε, «το ποιος έχει κώλυμα να συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία, στο πλαίσιο του Συντάγματος, είναι κάτι που το αποφασίζει κυριαρχικά η πολιτεία δια του συνταγματικού οργάνου, που είναι η Βουλή. Προς τιμήν του, σε αυτό συντάχθηκε και το Κίνημα Αλλαγής. Όλη αυτή η επιχείρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει ένα και μόνο σκοπό», ο οποίος, σύμφωνα πάντα με τον υπουργό Επικρατείας, δεν είναι άλλος από τη στρέβλωση της κατάστασης εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, σε μία προσπάθεια «να αποσείσει τη δική του απουσία από τη μάχη υπέρ της δημοκρατίας».

   Όσον αφορά την ουσία της επίμαχης διάταξης, η οποία «αποτέλεσε την αφορμή της παραίτησής του (σ. σ. του κ. Τζανερίκου), είναι μια διάταξη, η οποία είναι απολύτως ορθή και αναγκαία. Το αρμόδιο Τμήμα του Αρείου Πάγου που αποδέχεται ή απορρίπτει τα κωλύματα εκλογιμότητας, αντί να είναι ένας μικρός σχηματισμός πέντε ατόμων […] τώρα σε αυτό το σχηματισμό συμμετέχουν όλοι οι δικαστές του Τμήματος, χωρίς καμία εξαίρεση».

   Πάντως, «ο κ. Τζανερίκος έχει κάνει τις δηλώσεις του, παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα, βεβαίως δύο μήνες πριν ολοκληρωθεί η θητεία του. Ο ίδιος γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους το έπραξε. Ο λόγος όμως που επικαλείται, είναι ένας λόγος, ο οποίος, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν στέκει. Και αυτό γιατί διευρύνεται το Σώμα, γίνεται πιο ακέραιο και πιο αντικειμενικό».

   Όμως, ο υπουργός Επικρατείας αναφέρθηκε και σε ένα άλλο ζήτημα: τη συμμετοχή ανωτάτου δικαστικού στο κόμμα Κασιδιάρη. Εκεί, «ο νόμος είναι σαφής: εάν καταδικασμένος για εγκληματική οργάνωση, είναι, είτε τυπικά, είτε ουσιαστικά, αρχηγός κόμματος, το κόμμα αυτό δεν ανακηρύσσεται». Ζήτησε δε, «μία σαφή απάντηση από όλα τα κόμματα του δημοκρατικού φάσματος, εάν αυτό είναι ορθό ή όχι. Μπορεί να ανεχθεί η δημοκρατία κάποιον που έχει καταδικασθεί ως εχθρός της; Περί αυτού πρόκειται […] Οφείλουμε θωράκιση της δημοκρατίας; Εάν ναι, εμείς αισθανόμαστε και έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας ότι πράξαμε ό,τι μπορούσαμε». Ερωτηθείς εξ άλλου, εάν επικοινώνησε με τον τ. αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου μετά την παραίτησή του, ο Γ. Γεραπετρίτης απάντησε πως «δεν υπήρχε κανένας λόγος περαιτέρω επικοινωνίας, δεν επικοινώνησα».

   Στα της καταγγελίας για συνάντηση του κ. Τζανερίκου με άλλον, πέραν του κ. Γεραπετρίτη δηλαδή, «ανώτατο αξιωματούχο της κυβέρνησης», ο υπουργός Επικρατείας το διέψευσε κατηγορηματικά. «Εξ όσων γνωρίζω, αλλά και έχω απόλυτη πεποίθηση, κανένας ανώτατος αξιωματούχος δεν ήλθε σε επικοινωνία με τον κ. Τζανερίκο για τα ζητήματα αυτά, Πλην εμού, στο πλαίσιο που προανέφερα».

   Στο θέμα της πολιτικής εκστρατείας που κάνει μέσα από το σωφρονιστικό κατάστημα ο Ηλίας Κασιδιάρης, είπε πως αυτό είναι «ένα ζήτημα ισορροπίας μεταξύ προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και της διασφάλισης των δικαιωμάτων, ακόμη και των κρατουμένων […] Δεν μπορείς να αποκλείσεις από τον έξω κόσμο ένα κρατούμενο. Από την άλλη πλευρά, είναι εξ ίσου ορθό, ότι δεν μπορεί μέσα από τη φυλακή να υφίσταται εχθροπαθής και αντιδημοκρατικός λόγος – και για αυτό θα υπάρξει έρευνα».

  Η στάση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Χρυσής Αυγής

   Στο σημείο αυτό, ο κ. Γεραπετρίτης έκανε ιστορική αναδρομή στο θέμα, επισημαίνοντας ότι «οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας έφεραν τις διατάξεις νόμου, πρώτον με αυτήν την οποία αποκλείσθηκε η Χρυσή Αυγή από τη χρηματοδότηση». Επιπλέον, «η Χρυσή Αυγή συνελήφθη επί ημερών της ΝΔ και φθάσαμε στην καταδίκη της επίσης επί ημερών της ΝΔ. Και σήμερα, με διατάξεις που έχουμε φέρει, ουσιαστικά θέτουμε τα κόμματα που έχουν ως αρχηγό τους εγκληματίες, εκτός του δημοκρατικού πολιτικού φάσματος. Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ […] ουδέποτε ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Ήταν 4,5 χρόνια στην κυβέρνηση, ουδέποτε έφερε σχετική διάταξη. Αντιθέτως, επί δικών του ημερών είχαμε τις δηλώσεις ότι ‘οι ψήφοι της Χρυσής Αυγής μετρούν το ίδιο με οποιουδήποτε άλλου δημοκρατικού κόμματος’».

   Ευκαιρίας δοθείσης, ο υπουργός Επικρατείας ξεκαθάρισε πως «δεν υπάρχει σοβαρό φασιστικό κόμμα. Υπάρχουν κόμματα, και στην Ευρώπη, που μετεξελίσσονται από οριακή Ακροδεξιά σε ένα πιο μετριοπαθή λόγο και αναλαμβάνουν κυβερνήσεις. Εδώ όμως υπάρχουν Ακροδεξιά κόμματα με λόγο ρατσιστικό και εχθροπαθή – και αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από τη δημοκρατία».

    Προηγήθηκε διαβούλευση με ΣΥΡΙΖΑ – Κίνημα Αλλαγής

   Επανερχόμενος στη στάση της μείζονος αντιπολίτευσης, ο υπουργός κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. ότι «και πάλι απείχε από τη συζήτηση. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα, το οποίο ευαγγελίζεται τη δημοκρατία και αυτονοήτως την υποστηρίζει, να μην μπορεί να αποδεχθεί μια διάταξη, η οποία, αν μη τι άλλο βγάζει τους εγκληματίες από το δημοκρατικό παιχνίδι».

   Συγχρόνως όμως, ο υπουργός Επικρατείας υποστήριξε πως προηγήθηκε διαβούλευση. Επί λέξει, «πριν την κατάθεση της σχετικής τροπολογίας στη Βουλή, είχε υπάρξει διαβούλευση με την αξιωματική αντιπολίτευση, στο υψηλότερο επίπεδο, και με το Κίνημα Αλλαγής. ‘Αρα, ό,τι αναφέρεται σήμερα σε σχέση με τον περιορισμένο χρόνο και το χρόνο της κατάθεσης, είναι προσχηματικά. Υπάρχει μια άρνηση εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να δεχθεί διατάξεις που αποκλείουν εγκληματικές οργανώσεις – και αυτή η άρνηση γίνεται μια προσπάθεια να περιβληθεί με κάποιας μορφής νομιμοποίηση. Τα διλήμματα είναι σκληρά. Ποιος είναι εκείνος που ψηφίζει διατάξεις αποκλεισμού φασιστικών κομμάτων και ποιος απέχει».

   Διευκρίνισε πάντως, ότι δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να θεωρεί ότι «ένα κόμμα του δημοκρατικού τόξου μπορεί να αλιεύει ψήφους από φασιστικά κόμματα. Δεν το πιστεύω. Αντιθέτως, πιστεύω ότι μέσα από την κατάσταση αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να δημιουργήσει μια μόχλευση πολιτικών παθών, να στρεβλώσει την αλήθεια, όπως με τα ζητήματα των φερόμενων συναντήσεων εκτός πλαισίου με τον κ. Τζανερίκο, αποκλειστικά και μόνο για να δημιουργήσει πολιτική ένταση στην κοινωνία».

    Τρεις στόχοι για το σιδηρόδρομο

   Αλλάζοντας θέμα, και στη συζήτηση για το ότι, εκτός από υπουργός Επικρατείας είναι και αρμόδιος για θέματα μεταφορών, εξήγησε πως «σύμφωνα με το Σύνταγμα και το νόμο, ο υπουργός Επικρατείας μπορεί να αναλαμβάνει οποιαδήποτε αρμοδιότητα και μπορεί επίσης να λαμβάνει συνολικά την ύλη ενός υπουργείου. Είναι ακριβώς ό,τι συνέβη στην περίπτωση του Κυριάκου Πιερρακάκη. Είναι υπουργός Επικρατείας και ανέλαβε το σύνολο της ύλης του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη δική μου περίπτωση».

   Στο ζήτημα δε, των μετακινήσεων με τους ελληνικούς σιδηροδρόμους, υπογράμμισε πως «με βάση τις εντολές του πρωθυπουργού», έθεσε τρεις στόχους, οι οποίοι είναι:

   – «Πλήρης, σε βάθος, μέχρι τέλος, διερεύνηση των αιτίων του δυστυχήματος». Έκανε μάλιστα γνωστό, ότι «τις αμέσως επόμενες ημέρες, η συγκοινωνιακή επιτροπή θα καταθέσει το πόρισμά της».

   – «Γρήγορη και ασφαλής επανεκκίνηση του σιδηροδρόμου». Σήμερα τίθεται σε λειτουργία η τελευταία γραμμή, Αθήνα – Μέγαρα, Αθήνα – Κιάτο. Τις τελευταίες ημέρες κατεγράφη πληρότητα 100% στο intercity Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Το μόνο που απομένει, είναι η προαστιακή γραμμή Λάρισας – Θεσσαλονίκης, που θα ενταχθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες.

   – «Ολοκλήρωση των μεγάλων έργων αναβάθμισης των συστημάτων ασφαλείας του σιδηροδρόμου». Όπως τόνισε, «είμαι πάνω από το ζήτημα καθημερινά». Επανέλαβε δε τη δέσμευση, «έως το τέλος Σεπτεμβρίου να έχουν εγκατασταθεί όλα τα συστήματα τα οποία θα επιτρέψουν να έχουμε ένα εντελώς ακέραιο σύστημα ασφαλείας για τον κεντρικό άξονα Αθήνας – Θεσσαλονίκης. Πλήρης σηματοδότηση, καθολική τηλεδιοίκηση και συστήματα πέδησης υψηλής τεχνολογίας», είναι το τρίπτυχο του νέου συστήματος.

    Απάντηση για τον αριθμό των μετακλητών

   Ερωτηθείς για τον αριθμό των μετακλητών υπαλλήλων επί ΝΔ, σημείωσε πως «με το νόμο για το επιτελικό κράτος, τίθεται ένας αυστηρός αριθμός μετακλητών σε κάθε υπουργό. Επίσης, είναι η πρώτη κυβέρνηση στη Μεταπολίτευση που δεν αύξησε ούτε κατά έναν τον αριθμό μετακλητών στην κυβέρνηση. Στις προηγούμενες κυβερνήσεις, και ειδικώς στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε δεκάδες αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου, με το οποίο αυξανόταν ο αριθμός των μετακλητών σε κάθε υπουργείο. Σε εμάς είναι οκτώ ανά Υπουργείο, συν ένας ανά γενικό γραμματέα».

   Στο «διά ταύτα», ο αριθμός των μετακλητών σήμερα είναι «μικρότερος από εκείνον της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ». Στηλίτευσε ταυτοχρόνως τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και μέρος του αντιπολιτευόμενου Τύπου, γιατί, όπως ανέφερε, «έρχονται και αθροίζουν τους μετακλητούς των υπουργών με τους μετακλητούς των δήμων και των Περιφερειών. Οι οποίοι έχουν, πράγματι, σχετικώς μεγαλύτερο αριθμό κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας». Εκεί ο αριθμός είναι αυξημένος, λόγω του ότι «η Τοπική Αυτοδιοίκηση όφειλε να ενεργήσει πολλές φορές και πέραν των ορίων των αρμοδιοτήτων, επί παραδείγματι στο ζήτημα της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης». Συνεπώς, κατηγόρησε τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης, ότι αθροίζουν δύο διαφορετικές κατηγορίες μετακλητών «για να βγει ένα ψευδεπίγραφο νούμερο. Και αν μπορεί κάποιος, να έλθει να με διαψεύσει».

   Η συνέντευξη είχε ξεκινήσει από ένα γενικό πολιτικό πλαίσιο, με τον υπουργό Επικρατείας να λέει πως «στις κρίσεις θα πρέπει να υπάρχει μια κυβέρνηση, αποτελεσματική, με πολύ γρήγορα αντανακλαστικά και κυρίως να έχει μια διαδικασία λήψης απόφασης, η οποία θα είναι, όσο το δυνατόν πιο ωφέλιμη για την κοινωνία». Χαρακτήρισε δε, «εξαιρετικά αποτελεσματικό» τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης. Στην αποτίμηση της τετραετίας, τέλος, «καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να τα κάνει όλα τέλεια. Εάν κάποιος ισχυρίζεται αυτό, είναι είτε αιθεροβάμων, είτε αλαζών. Πράγματι υπήρξαν λάθη και παραλείψεις. Σε ορισμένα σημεία θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει περισσότερα. Να ήμασταν πιο ρηξικέλευθοι και ριζοσπαστικοί, να έλθουμε απέναντι σε μακρές αδράνειες οι οποίες κατατρώγουν την ελληνική πολιτεία και κοινωνία. Έγιναν πολλά, οι τομές που έγιναν ήταν πολύ σημαντικές για το ελληνικό κράτος». Πέραν, ειδικότερα, της ψηφιοποίησης του ελληνικού κράτους, ο Γ. Γεραπετρίτης μίλησε και για βασικούς, όπως είπε, τομείς, όπως είναι «η διαχείριση μειζόνων προβλημάτων, η διεθνής παράσταση της χώρας, η θωράκιση από τους εξωτερικούς κινδύνους, η θωράκιση από τα μεταναστευτικά ρεύματα, η θωράκιση της ελληνικής οικονομίας».

Σχετικά Άρθρα