Πόσο εφαρμόσιμο είναι στην πραγματική αγορά το πλαφόν των 60 ευρώ στο ρωσικό πετρέλαιο που αποφάσισε η ΕΕ – Σοβαρά ερωτήματα για την παράκαμψή του

 Πόσο εφαρμόσιμο είναι στην πραγματική αγορά το πλαφόν των 60 ευρώ στο ρωσικό πετρέλαιο που αποφάσισε η ΕΕ – Σοβαρά ερωτήματα για την παράκαμψή του

Xαιρετίζει o Λευκός Οίκος την είδηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «ενώνεται» καταλήγοντας σε συμφωνία για την επιβολή ανώτατου ορίου τιμής στα 60 δολάρια ανά βαρέλι ρωσικού πετρελαίου. “Εξακολουθούμε να πιστεύουμε… ότι ένα ανώτατο όριο τιμής θα συμβάλει στον περιορισμό της ικανότητας του Πούτιν να βγάζει κέρδος από την αγορά πετρελαίου, ώστε να μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί μια πολεμική μηχανή που εξακολουθεί να σκοτώνει αθώους Ουκρανούς», είπε σε δημοσιογράφους ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Κίρμπι.

Ο αμερικανός αξιωματούχος τόνισε ότι η Ουάσινγκτον εκτιμά ότι τα 60 δολάρια ανά βαρέλι είναι το κατάλληλο επίπεδο για ανώτατο όριο τιμής και θα επιτρέψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Πιστεύουμε ότι είναι το σωστό επίπεδο και πιστεύουμε ότι θα έχει θετικό αποτέλεσμα».

H Μόσχα πάντως δεν δείχνει να ιδρώνει και ιδιαίτερα για την εξέλιξη αυτή αφού έχει κλείσει εμπορικές συμφωνίες για διάθεση του πετρελαίου εκτός Ευρώπης. Η τιμή διαπραγμάτευσης του ρώσικου αργού ανερχόταν (02/12/2022) στα 67 δολάρια το βαρέλι.

Η απόφαση, μετά από αρκετές ημέρες έντονων διαπραγματεύσεων, αποτελεί μέρος των αντιποίνων κατά της Ρωσίας που συμφωνήθηκαν με την G7, δήλωσαν διπλωματικές πηγές.

Συγκεκριμένα, το πλαφόν θα είναι τουλάχιστον 5% κάτω από την τιμή που έχει το ρωσικό πετρέλαιο στην παγκόσμια αγορά, επίπεδο που θα αναθεωρείται κάθε δύο μήνες.

  • Στην τελική απόφαση της ΕΕ έπαιξε ρόλο η στάση της Πολωνίας. Η Βαρσοβία είχε αντισταθεί στο προτεινόμενο επίπεδο καθώς εξέτασε έναν μηχανισμό προσαρμογής για να διατηρήσει το ανώτατο όριο κάτω από την τιμή αγοράς. Είχε πιέσει σε διαπραγματεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο ζητώντας το ανώτατο όριο να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο (σ.σ. 30 δολάρια του βαρέλι) για να συμπιέσει τα έσοδα της Ρωσίας και να περιορίσει την ικανότητα της Μόσχας να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Σε αυτόν αντέδρασαν χώρες όπως η Ελλάδα, η Μάλτα και η Κύπρος που έχουν ισχυρό εφοπλιστικό κεφάλαιο και παράδοση στη διακίνηση πετρελαίου.

Το ανώτατο όριο τιμών, μια ιδέα των χωρών της Ομάδας των Επτά (G7), στοχεύει στη μείωση των ρωσικών εσόδων από την πώληση πετρελαίου, αποτρέποντας παράλληλα την άνοδο των τιμών του πετρελαίου παγκοσμίως μετά την έναρξη ισχύος του εμπάργκο της ΕΕ στο ρωσικό αργό στις 5 Δεκεμβρίου.

  • Έπειτα από την απόφαση αυτή όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στη συνεδρίαση του ΟΠΕΚ+ και των αποφάσεων που θα ληφθούν από τους πετρελαιοπαραγωγούς. Δεν μπορεί να αποκλειστεί μια νέα μείωση στην παραγωγή πετρελαίου γεγονός που θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών με τους καταναλωτές να πληρώνουν το μάρμαρο.

Οι συμμετέχοντες στην αγορά ενέργειας παραμένουν επιφυλακτικοί σχετικά με τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αγορά αργού με την ενεργειακή συμμαχία να έχει αφήσει να εννοηθεί πρόσφατα ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε βαθύτερες περικοπές στην παραγωγή για να τονώσει την ανάκαμψη των τιμών του αργού.

  • Την ίδια σοβαρά ερωτήματα προκύπτουν σχετικά με το κατά πόσον ένα τέτοιο σχέδιο μπορεί να εφαρμοστεί και κατά πόσον η Ρωσία και οι κύριοι αγοραστές της, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ινδίας, θα συμφωνήσουν με την τιμή που έχει καθοριστεί από τους G-7.

Σύμφωνα με τους New York Times sτόχος του σχεδίου είναι να συνεχίσει η Ρωσία να πουλάει πετρέλαιο, αλλά να κερδίζει λιγότερα από αυτό. Οι δυτικοί σύμμαχοι δεν θέλουν η Ρωσία να σταματήσει να πουλάει πετρέλαιο, το κύριο εξαγωγικό προϊόν της.

Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε μεγάλο πλήγμα στην παγκόσμια προσφορά και θα οδηγούσε τις τιμές σε άνοδο σε μια εποχή που ο παγκόσμιος πληθωρισμός είναι ήδη στα ύψη. Θα επηρέαζε επίσης χώρες όπως η Ινδία και η Τουρκία – βασικοί αγοραστές ρωσικού αργού – των οποίων η Δύση ελπίζει να αξιοποιήσει την υποστήριξη για να διατηρήσει την πίεση στη Μόσχα.

Αντ’ αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν διαπραγματευτεί ένα σχέδιο που αποσκοπεί στη μείωση των εσόδων που εξασφαλίζει η Ρωσία από κάθε βαρέλι που μεταφέρει.

Η προσπάθεια αυτή αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο οι δυτικές κυρώσεις απέτυχαν να αποδυναμώσουν τις ενεργειακές εξαγωγές της Μόσχας: Η Ρωσία είναι σε καλό δρόμο για να κερδίσει φέτος περισσότερα από τις πωλήσεις πετρελαίου από ό,τι το 2021, ενισχυμένη από την άνοδο της παγκόσμιας τιμής μετά την έναρξη του πολέμου, παρά το γεγονός ότι συχνά πουλάει στην Κίνα και την Ινδία με εκπτώσεις.

  • Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ανώτατο όριο τιμών (πλαφόν)- πρόκειται για περιορισμό στις ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.

Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Λ. Γέλεν, έχει περιγράψει το σχέδιο ως ανώτατο όριο τιμών, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να χειραγωγηθεί η τιμή ενός παγκόσμιου εμπορεύματος όπως το πετρέλαιο. Αντ’ αυτού, το σχέδιο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή κυριαρχία στη ναυτασφαλιστική βιομηχανία, ένα πλέγμα εταιρειών που παρέχουν κάλυψη για τα πλοία και το φορτίο τους, ευθύνη για πιθανές διαρροές και αντασφάλιση, μια μορφή δευτερογενούς ασφάλισης που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του κινδύνου των ζημιών.

  • Οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες και ασφαλιστές εδρεύουν σε χώρες της G-7. Το σχέδιο απαγορεύει στις εταιρείες αυτές να χειρίζονται ρωσικό αργό πετρέλαιο, εκτός εάν το φορτίο έχει πωληθεί στην τιμή που έχει καθοριστεί από τους G-7 ή χαμηλότερα. Εάν δεν είναι έτσι, θα θεωρηθούν υπεύθυνες για παραβίαση των κυρώσεων.

Η τιμή έχει οριστεί υψηλότερα από ό,τι ήθελαν ορισμένοι από τους στενότερους συμμάχους της Ουκρανίας.

Η τιμή των 60 δολαρίων ανά βαρέλι αποτελεί απογοήτευση για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών με πιο σκληρή γραμμή υπέρ της Ουκρανίας, όπως η Πολωνία, που ήθελαν να δουν το Κρεμλίνο να χάνει πολύ περισσότερα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου. Με το κόστος παραγωγής πετρελαίου της Ρωσίας να εκτιμάται σε περίπου 20 δολάρια ανά βαρέλι – και με το σημείο αναφοράς για την τιμή του ρωσικού πετρελαίου να διαπραγματεύεται μεταξύ 60 και 100 δολαρίων ανά βαρέλι τα τελευταία τρία χρόνια – η συμφωνηθείσα τιμή εξακολουθεί να επιτρέπει στη Μόσχα να αποκομίζει σημαντικά κέρδη.

  • Οι διπλωμάτες της Ε.Ε. που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις ενοχλήθηκαν από αυτό που θεώρησαν ως μια διαδικασία υπό αμερικανική καθοδήγηση που τους άφησε με πολύπλοκο και δύσκολο κόστος εφαρμογής χωρίς να μεταβάλει σημαντικά τα ρωσικά έσοδα.

Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι θα ήταν καλύτερο να καθοριστεί μια τιμή αρκετά υψηλή ώστε η Ρωσία να συμμορφωθεί με αυτήν συνεχίζοντας να μεταφέρει μεγάλο μέρος των εξαγωγών πετρελαίου της χρησιμοποιώντας ευρωπαϊκές και αμερικανικές υποδομές, όπως πλοία και ασφάλειες.

  • Οι ειδικοί είναι επιφυλακτικοί και οι πελάτες της Ρωσίας ενδέχεται να βρουν τρόπους να παρακάμψουν το ανώτατο όριο.

Αξιωματούχοι της βιομηχανίας έχουν αμφισβητήσει τη σκοπιμότητα του σχεδίου, το οποίο βασίζεται σε κάθε μέρος της αλυσίδας εφοδιασμού του ρωσικού πετρελαίου να πιστοποιεί την τιμή των αποστολών. Οι ασφαλιστές και οι φορτωτές έχουν προειδοποιήσει ότι τα αρχεία θα μπορούσαν να παραποιηθούν από τη Ρωσία και τους εμπορικούς εταίρους που σκοπεύουν να διατηρήσουν τη ροή του πετρελαίου.

  • Το Κρεμλίνο έχει δηλώσει ότι δεν θα πουλά σε χώρες που συμμορφώνονται με τον μηχανισμό τιμολόγησης, πράγμα που σημαίνει ότι όσοι προτίθενται να αγοράσουν το πετρέλαιό του μπορεί να βρουν τρόπους να το παρακάμψουν.

Μια μέθοδος θα μπορούσε να είναι οι παράπλευρες πληρωμές – για παράδειγμα, η υπερπληρωμή της Ρωσίας για σιτάρι ή άλλα εμπορεύματα που δεν υπόκεινται σε κυρώσεις – κάτι που συνέβη κατά τη δεκαετία του 1990, όταν τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να επιβάλουν ένα παρόμοιο σχέδιο στο Ιράκ.

Η Κίνα, η Ινδία και άλλες χώρες θα μπορούσαν να αγοράσουν ρωσικό πετρέλαιο σε οποιαδήποτε τιμή, εάν το έστελναν ή το ασφάλιζαν μη ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες, όπως δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, θα ήταν πιθανότατα ακριβότερες, αλλά δεν θα υπόκειντο σε κυρώσεις.

  • Και η καθοδήγηση που εξέδωσε το Υπουργείο Οικονομικών ανέφερε ότι το ρωσικό πετρέλαιο που είχε πωληθεί βάσει του μηχανισμού τιμολόγησης αλλά στη συνέχεια «μετατράπηκε ουσιαστικά» ή διυλίστηκε εκτός Ρωσίας δεν θα υπόκειται στις κυρώσεις.

Στις εταιρείες που θα διαπιστωθεί ότι παραβίασαν εν γνώσει τους την πολιτική θα απαγορευτεί να προσφέρουν υπηρεσίες για ρωσικό πετρέλαιο για τρεις μήνες – μια ποινή που οι επικριτές λένε ότι είναι υπερβολικά επιεικής για να καταστήσει την πολιτική αποτελεσματική.

Σχετικά Άρθρα