Παναγιώτης Λιαργκόβας στο libre: 3+3 λόγοι ανησυχίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας

 Παναγιώτης Λιαργκόβας στο libre: 3+3 λόγοι ανησυχίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας

“Τα επιδόματα που δίνονται επί μακρόν, και χωρίς εισοδηματικά κριτήρια κάνουν ζημιά στην οικονομία. Δίνουν λάθος μηνύματα στην αγορά, οι καταναλωτές και οι παραγωγοί εθίζονται και δυσκολεύουν μετέπειτα τον οποιοδήποτε εξορθολογισμό δαπανών από τους κυβερνώντες” επισημαίνει σε άρθρο του στο libre ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας.

Ο Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου παραθέτει έξι λόγους οι οποίοι σύμφωνα με την ανάλυσή του αποτελούν πηγή ανησυχίας για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:

Η φετινή χρονιά, παρά τα γνωστά προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και του πολέμου στην Ουκρανία, δεν πήγε άσχημα. Ο τουρισμός κατέγραψε ρεκόρ αφίξεων, τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού κατέγραψαν αύξηση €4,8 δισ και η μεγέθυνση της οικονομίας αναμένεται πάνω από το 4%. Στις 20 Αυγούστου η χώρα βγήκε από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και βαδίζει στο δρόμο της επιστροφής στην κανονικότητα.

Παναγιώτης Λιαργκόβας Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας,
Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Τι θα γίνει, όμως, το 2023; Θα καταφέρει η ελληνική οικονομία να πάει το ίδιο καλά με την φετινή χρονιά; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολη και δεν μπορεί να δοθεί με μία μόνο λέξη, γιατί στο υπό διαμόρφωση σκηνικό του 2023 συναντιούνται πολλοί εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες. Ξεχωρίζω 3+3:

(1) ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία συνεχίζεται. Η πιθανότητα να τελειώσει ή τουλάχιστον η διπλωματία να διαδραματίσει κάποιον ρόλο, δεν είναι ορατή στο αμέσως χρονικό διάστημα. Η καταστροφή είναι αδιάκοπη όσον αφορά στα θύματα, στον εσωτερικό εκτοπισμό και στα εκατομμύρια που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η ενεργειακή κρίση συνεχίζεται επίσης, καθώς η Ρωσία συνεχίζει να μειώνει τις ενεργειακές της προμήθειες προς την Ευρώπη. Στόχος της Μόσχας είναι να χρησιμοποιήσει την ενέργεια ως γεωστρατηγικό και πολιτικό όπλο. Καθώς οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται, το ίδιο θα κάνουν και οι πιέσεις στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να περιορίσουν το κόστος για τους καταναλωτές. Ακόμη και αν τελειώσει ο πόλεμος, οι τιμές της ενέργειας δεν θα επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα.

(2) Οι αυξημένες τιμές ενέργειας οδηγούν σε ύφεση τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης που έχουν μεγάλη εξάρτηση από τη Ρωσία. Η Bundesbank αναμένει πληθωρισμό περί το 10% το Φθινόπωρο έναντι 8,5% τον Ιούλιο. Διψήφια ποσοστά πληθωρισμού μετρήθηκαν για τελευταία φορά στη Γερμανία πριν από περισσότερα από εβδομήντα χρόνια. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν προχθές προειδοποίησε τους Γάλλους για “τη μεγάλη ανατροπή” που σηματοδοτεί η φετινή επιστροφή από τις θερινές διακοπές, με “το τέλος της αφθονίας”, “των βεβαιοτήτων” και “της ανεμελιάς”. Ύφεση και πληθωρισμός στην ΕΕ σημαίνει ότι τα νοικοκυριά θα αντιμετωπίσουν αυξημένες δαπάνες διαβίωσης που θα τα αναγκάσουν να μειώσουν την κατανάλωση σε αγαθά και υπηρεσίες, κάτι που θα είναι επιζήμιο για τις ελληνικές εξαγωγές και τον τουρισμό της επόμενης χρονιάς.

(3) Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια στην προσπάθεια αναχαίτισης του πληθωρισμού. Παράλληλα, οι αγορές θα γίνονται ολοένα και πιο ανήσυχες και οι επενδυτές θα στρέφονται σε ασφαλείς προορισμούς. Ήδη βλέπουμε τις αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων να προσεγγίζουν πάλι το 4% με τα ιταλικά να ακολουθούν περί το 3,6%. Η ύπαρξη του TPI, δηλαδή του νέου εργαλείου της ΕΚΤ για την προστασία των υπερχρεωμένων χωρών αποτελεί μεν μια ανακούφιση αλλά είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν μπορεί τελικά να είναι αποτελεσματικό.

(4) Ας έρθουμε όμως τώρα και στα δικά μας. Η πρώτη πηγή ανησυχίας είναι το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας. Η οικονομία δεν λειτουργεί σε συνθήκες πολιτικού κενού. Αντίθετα επηρεάζει και επηρεάζεται από τις πολιτικές εξελίξεις. Όταν δεν υπάρχει πολιτική σταθερότητα, αυξάνεται η αβεβαιότητα και αποθαρρύνονται οι επενδύσεις. Δυστυχώς, οι πολιτικές εξελίξεις είναι τέτοιες, που δεν προοιωνίζουν τον σχηματισμό κυβέρνησης από ένα κόμμα, ενώ η πολιτική τοξικότητα που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα θέτει αμφιβολίες ακόμη και για την δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από πολλά κόμματα.

(5) Η προεκλογική περίοδος, που έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά και το ενδεχόμενο σχηματισμού μιας αδύναμης κυβέρνησης θέτουν εμπόδια στην επίτευξη ενός άλλου στόχου, που αφορά την προσδοκία για πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ και συναφώς την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Τα εμπόδια αυτά μεγαλώνουν από τις (αναγκαστικές ως ένα βαθμό) επιδοματικές πολιτικές που ακολουθούνται σε όλη την Ευρώπη για την προστασία των νοικοκυριών και τω επιχειρήσεων από τον ενεργειακό Αρμαγεδδώνα.

Τα στοιχεία του Ινστιτούτου Bruegel δείχνουν πακέτα στήριξης €280 δισ. στους κόλπους της Ε.Ε με την Ελλάδα να έρχεται πρώτη, αγγίζοντας το 3,7% του ΑΕΠ.  Ακολουθεί η Ιταλία με 2,8% και η Γερμανία με 1,7% του ΑΕΠ. Πόσο μπορεί μια χώρα να επιδοτήσει την κατανάλωση του ηλεκτρικού, ειδικά αν το φυσικό αέριο φτάσει στα €300 ανά μεγαβατώρα; Μπορούμε να αντέξουμε 6 μήνες επιδότηση;  

Αλλά ακόμη και αν αντέξουμε, τα επιδόματα που δίνονται επί μακρόν, και χωρίς εισοδηματικά κριτήρια κάνουν ζημιά στην οικονομία. Δίνουν λάθος μηνύματα στην αγορά, οι καταναλωτές και οι παραγωγοί εθίζονται και δυσκολεύουν μετέπειτα τον οποιοδήποτε εξορθολογισμό δαπανών από τους κυβερνώντες. Ενέχουν επίσης τον κίνδυνο της δημιουργίας μιας προσοδοθηρικής συμπεριφοράς: «εφόσον παίρνω επιδότηση όταν έχω χαμηλό (επίσημο) εισόδημα, γιατί να προσπαθήσω να το αυξήσω; Μήπως με συμφέρει ο συνδυασμός επιδότησης και μαύρης εργασίας;»

Έτσι παγιώνεται μια αντίληψη, με βασικό χαρακτηριστικό τα αντιπαραγωγικά κίνητρα. Στον αντίποδα βρίσκονται αυτοί που δημιουργούν υψηλά εισοδήματα και φορολογούνται υπέρμετρα λόγω της υψηλής προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος.

(6) Τέλος, υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν την υπολειτουργία και αναποτελεσματικότητα του κράτους σε ορισμένους τομείς.  Παρά το γεγονός ότι έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια, αυτές δεν κατάφεραν να αναστρέψουν σημαντικά τη σχετική θέση της χώρας. Αναφέρομαι ειδικότερα στην γραφειοκρατία, τη φοροδιαφυγή, την διαφθορά και τη δικαιοσύνη, όπου η Ελλάδα εμφανίζει τις χειρότερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Σχετικά Άρθρα