Άρθρο του καθηγητή Κώστα Μελά: Η κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας στην παρούσα συγκυρία

 Άρθρο του καθηγητή Κώστα Μελά: Η κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας στην παρούσα συγκυρία

Τις ανησυχητικές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς η ΕΕ απειλείται από  ύφεση εξαιτίας της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης, περιγράφει σε άρθρο του στο libre ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Κ. Μελάς.

Επισημαίνει: “Ο φόβος η ενεργειακή κρίση  να γονατίσει τις βιομηχανίες της Ευρώπης, ενώ την ίδια στιγμή ο διαρκώς επιταχυνόμενος πληθωρισμός εξωθεί την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης σε αύξηση του κόστους δανεισμού προκαλούν ένα μείγμα που είναι μπορεί να οδηγήσει σε τεράστια ύφεση”. 

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Α.

Όλο και περισσότερο συγκλίνουν οι απόψεις των διεθνών πολυμερών οργανισμών, των Κεντρικών Τραπεζών και των ακαδημαϊκών οικονομολόγων ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ δύσκολες καταστάσεις οι οποίες οφείλονται πρωτίστως στις συνέπειες της κρίσης πανδημίας και στις γενικότερες διεθνείς πολιτικές εξελίξεις σημαντική των οποίων αποτελεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το σπάσιμο της εφοδιαστικής αλυσίδας, τα προβλήματα στην πλευρά της προσφοράς, η αύξηση των τιμών της ενέργειας, οξύνθηκαν περαιτέρω μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τα μέτρα (οικονομικές κυρώσεις) της Δύσης και τα ρωσικά αντίμετρα (μείωση των ροών φυσικού αερίου) προκαλούν υψηλό πληθωρισμό, επιβραδύνουν σημαντικά τη μεγέθυνσή της οικονομίας και πολύ πιθανό να οδηγήσουν τις δύο μεγάλες οικονομίες του πλανήτη – ΗΠΑ και Ευρωζώνη– σε ύφεση. Ήδη η οικονομία των ΗΠΑ, τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2022 παρουσιάζει αρνητική μεγέθυνση του ΑΕΠ (-1,6% και -0,9%). Οι συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων που αποφάσισε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, προχωρώντας για δεύτερο συναπτό μήνα σε αύξηση του κόστους δανεισμού κατά 0,75%, προοιωνίζουν  περαιτέρω κάμψη της αμερικανικής οικονομίας, με την επιβράδυνση να καταγράφεται ήδη σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. 

Κώστας Μελάς, Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Επίσης η ΕΕ απειλείται από  ύφεση εξαιτίας της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης, που μπορεί να γονατίσει τις βιομηχανίες της, ενώ ο διαρκώς επιταχυνόμενος πληθωρισμός εξωθεί την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης σε αύξηση του κόστους δανεισμού, γεγονός που καθιστά πολύ πιθανό να οδηγηθούν οι οικονομίες της σε αρνητική μεγέθυνση, στο τελευταίο τρίμηνο του 2022 και στα πρώτα τρίμηνα του 2023.

Η Γερμανία και η Ιταλία  θεωρούνται ότι θα πληγούν περισσότερο λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησής τους από το ρωσικό φυσικό αέριο αλλά και της πολιτικής αβεβαιότητας λόγω της επερχόμενης εκλογικής διαδικασίας. Πριν ακόμα μπει ο χειμώνας η ακρίβεια μαστίζει τα νοικοκυριά. Η ενεργειακή κρίση απειλεί την οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης .

Οι προβλέψεις για τον χειμώνα που έρχεται συνεχίζουν να είναι δυσοίωνες, καθώς γίνεται κοινός τόπος ότι τα νοικοκυριά δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στο κόστος ζωής. 

Ακόμη, η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, η Κίνα, τροφοδότης της παγκόσμιας μεγέθυνσης επιβραδύνεται ανησυχητικά σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό και των αλλεπάλληλων lockdowns, και των γενικότερης πολιτικής αβεβαιότητας πρωτίστως στην περιοχή του Ειρηνικού και όχι μόνο.

Ολοένα και περισσότερες χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο του υψηλού χρέους, εξαιτίας κυρίως του ισχυρού δολαρίου που καθιστά πιο δύσκολες τις αποπληρωμές, προειδοποιεί το ΔΝΤ. Περίπου το 60% των χωρών χαμηλού εισοδήματος βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο ή ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους και περίπου 20 αναδυόμενες αγορές έχουν χρέος που διαπραγματεύεται σε προβληματικά επίπεδα. Όλο και πιο έντονες γίνονται οι μνήμες των εξελίξεων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του 1980.

  • Η αναταραχή είναι δεδομένη, η αβεβαιότητα μέγιστη και οι πολιτικοί κίνδυνοι βρίσκονται στα ύψη. Όλες οι κυβερνήσεις αναγνωρίζουν τις δυσκολίες και προσπαθούν να βρουν λύσεις ενημερώνοντας τους πολίτες τους για την περίπλοκη σημερινή συγκυρία.

Β.

Στην Ελλάδα, η κατάσταση της οικονομίας, βρίσκεται στην ίδια μέγγενη με τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης, έχοντας τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η κύρια ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας, οι πόροι από τον τουρισμό,  αναμένεται τη φετινή χρονιά να συμβάλλουν αποφασιστικά σε ρυθμό μεγέθυνσης σημαντικά πάνω από τον αντίστοιχο των χωρών της ευρωζώνης. Παράλληλα όμως η οικονομία ταλανίζεται από υψηλότερο πληθωρισμό. Η έξαρση του πληθωρισμού πιέζει την κατανάλωση και συνολικά τα νοικοκυριά. Το ακριβότερο χρήμα και οι αβεβαιότητες κάνουν επιφυλακτικότερους τους επενδυτές. Η απότομη άνοδος επιτοκίων απειλεί όσους έχουν υψηλά χρέη. Η γενικευμένη επιβράδυνση των οικονομιών δυσχεραίνει την αύξηση των εξαγωγών. 

Η επιλογή της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει (ουσιαστικά να μην αντιμετωπίσει) τον  πληθωρισμό κυρίως με επιδοματικές πολιτικές είναι απολύτως ανεπαρκής σε μια χώρα με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα που εν πολλοίς εξακολουθούν να παραμένουν παρά τις συνήθεις μεγαλοστομίες που συνόδεψαν τα μνημονιακά προγράμματα.  Αν και είναι απαραίτητα μέτρα υποστήριξης προς τα ευάλωτα νοικοκυριά, απαιτούνται παρεμβατικές  ρυθμίσεις σε βασικές αγορές, είναι επείγον να υπάρξει υποστήριξη της παραγωγής, με απλούστευση διαδικασιών και μεταρρυθμίσεις με στόχο τη διεύρυνση πρωτίστως της παραγωγικής βάσης της οικονομίας και για αύξηση της προσφοράς στις αγορές προϊόντων.  

  • Σημαντικές μελέτες δείχνουν ότι το ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων – στην Ευρωζώνη και στις ΗΠΑ- έχει αυξηθεί πολύ πάνω από την αντίστοιχη αύξηση του εισαγόμενου κόστους παραγωγής συμβάλλοντας σημαντικά στην αύξηση του πληθωρισμού. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Συνεπώς δεν είναι ο ανταγωνισμός που απουσιάζει αλλά το ότι η πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας απέχει παρασάγγας  από αυτή που περιγράφεται στα εγχειρίδια της κυρίαρχης νεοκλασικής σχολής.

Βεβαίως ο τρόπος που η κυβέρνηση «αντιμετωπίζει» τον πληθωρισμό», στην παρούσα συγκυρία, της επιτρέπει να αυξάνει τα δημοσιονομικά της έσοδα, (λόγω της πληθωριστικής αύξησης των τιμών και των εισοδημάτων και των σταθερών συντελεστών φορολόγησης ), σε μια προσπάθεια να επιτύχει τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και ταυτόχρονα «κάνει πολιτική» με την χορήγηση επιδομάτων σε στοχευμένες εισοδηματικές κατηγορίες πολιτών προσβλέποντας στη μελλοντική μείωση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων που δυστυχώς δεν φαίνεται να πραγματοποιείται στο προσεχές μέλλον. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένας φαύλος κύκλος ανόδου ή διατήρησης του πληθωρισμού και επιδοματικής πολιτικής που τροφοδοτείται από τα πληθωριστικά έσοδα.  Όπως είναι εύκολα κατανοητό η συγκεκριμένη πολιτική είναι αδιέξοδη και προφανώς έχει όρια, που δεν είναι άλλα από τη συρρίκνωση της καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης με την πάροδο του χρόνου.  

Επιπλέον το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων στο οποίο έχει εισέλθει η ΕΕ είναι βέβαιον ότι θα έχει αρνητικές επιδράσεις και στα δύο αναφερόμενα μεγέθη : την κατανάλωση και τις επενδύσεις.   

Επίσης  η ελληνική οικονομία παρουσιάζει, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, υψηλότερα ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) , υψηλότερο δημόσιο χρέος, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλό ρυθμό δυνητικής μεγέθυνσης, λόγω της έλλειψης πραγματικών παραγωγικών επενδύσεων που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία αλλά και του γηράσκοντος πληθυσμού.  

Σημαντικό επίσης πρόβλημα είναι η διευρυνόμενη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, γεγονός που καθορίζεται τόσο από τις επιλογές της κυβέρνησης αλλά και την αύξηση του πληθωρισμού ο οποίος, ως γνωστόν, πλήττει υπερβολικά τα χαμηλά και μεσαία χαμηλά στρώματα που πλέον αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού και υψηλότερη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών της από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing power adjusted GDP per capita) ήταν στο 64,6% της ΕΕ-27 το 2021 (προτελευταία θέση, ήτοι 26η, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία) από 95,3% το 2009 (14η θέση) και 68,81% (24η θέση).

Η προσπάθεια να εμφανιστεί η οικονομία, για ακόμη μια φορά «ως θωρακισμένη», σε μια περίοδο ανόδου των επιτοκίων, χαμηλών προσδοκιών και υψηλότατης αβεβαιότητας, που ισχύουν στο άμεσο οικονομικό της περιβάλλον, την ΕΕ, θα πρέπει να αποφευχθεί, όχι μόνο επειδή θυμίζει όχι τόσο παλιές αντίστοιχες δηλώσεις με τις γνωστές συνέπειες, αλλά ακριβώς για να αποφευχθούν παρόμοιες συνέπειες.  Η οικονομία ούτε θωρακισμένη είναι ούτε βαδίζει σε μονοπάτι στρωμένο με επιτυχίες υπό την άψογη καθοδήγηση της κυβέρνησης. 

 Γ.

Εκτός όμως των βραχυπρόθεσμων προβλημάτων η ελληνική οικονομία παρουσιάζει και τα ακόλουθα βασικά  μακροοικονομικά προβλήματα:

1.     Πέρα από το ότι η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο λόγο ΔΧ/ΑΕΠ, στην Ευρωζώνη, και τις σχετικές ρυθμίσεις για τα επιτόκια και το μέγιστο ύψος ακαθάριστων αποπληρωμών κτλ,  για να παραμείνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος, η Ελλάδα θα πρέπει, μεσοπρόθεσμα να πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση των θεσμών, στο βασικό σενάριο, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται σε περίπου 31,6% το 2060. Ωστόσο, με βάση το εν λόγω σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει το διάστημα 2023-2060 να καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο 2,6% του ΑΕΠ έναντι 2,2% του ΑΕΠ που προβλέπονταν έως τώρα. Όπως τονίζεται η αύξηση του στόχου για τα πλεονάσματα επελέγη ώστε να καθίσταται βιώσιμο το χρέος, δεδομένου του προβλεπόμενου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου για το 2023 και των παραδοχών για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης. 

2.     Η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η ευάλωτη ελληνική οικονομία συνδέεται και  με την αύξηση του κόστους δανεισμού και τη διεύρυνση της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά. Ήδη οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών ομολόγων εκτινάχθηκαν από το 1% στο 4,05%. Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ, για την ώρα, επιτρέπουν την αναχρηματοδότησή τους πιστοποιώντας δύο γεγονότα: οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εξαρτώνται από τις βουλήσεις της ΕΚΤ, και δεύτερον σε συνάρτηση με το πρώτο παρά τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για το ελληνικό δημόσιο χρέος οι αγορές στην πρώτη δύσκολη συγκυρία, το αξιολογούν δυσμενώς αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας. 

3.     Η εξωτερική θέση της χώρας παραμένει εξαιρετικά δυσμενής. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το 2021 διαμορφώθηκε στο 5,9% (2020: 6,6%) , υστερεί σε σχέση με το απαιτούμενο επίπεδο προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία στη διεθνή θέση της χώρας και δεν θα βελτιωθεί ούτε το 2022, και λόγω της ενεργειακής κρίσης που πλήττει την Ελλάδα περισσότερο από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. Επίσης η Ελλάδα κατέγραψε το 2021 την υψηλότερη αρνητική Καθαρή Διεθνή Επενδυτική Θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ στην EE. (ΤτΕ, Έκθεση του Διοικητή για το 2021). Το πρώτο εξάμηνο του 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε αύξηση κατά 3,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2021 και διαμορφώθηκε σε 10,8 δισ. ευρώ.Η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών οφείλεται στη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών. Αναλυτικότερα, οι εξαγωγές σημείωσαν αύξηση κατά 39,8% σε τρέχουσες τιμές (5,5% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές σημείωσαν αύξηση κατά 49,1% σε τρέχουσες τιμές (22,8% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές και οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 27,5% και 32,5% αντίστοιχα (11,1% και 23,3% σε σταθερές τιμές). Παρακολουθώ, χωρίς καμία έκπληξη πιά, τα σχεδόν διθυραμβικά σχόλια , των κύκλων της κυβέρνησης , του ΣΕΒ, του ΙΟΒΕ και των γνωστών ΜΜΕ τα οποία τα ανακυκλώνουν για την επιτευχθείσα αύξηση των εξαγωγών αγαθών και την περίοδο του έτους 2021, αλλά και το πρώτο εξάμηνο του 2022. Κανένα όμως σχόλιο δεν γίνεται για την παράλληλη και μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, την ίδια περίοδο και ούτε για το αλγεβρικό άθροισμα των δύο που συνιστά το αποτέλεσμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Η υπηρέτηση ενός οικονομικού υποδείγματος που θεωρεί επιτυχημένη μια οικονομία όταν  οι εξαγωγές αποτελούν τον βασικό παράγοντα μεγέθυνσης του ΑΕΠ  θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτη εξήγηση αυτής της ιδεοληπτικής  «εμμονής».   

4.     Η ανεργία  παραμένει μια από τις υψηλότερες στην Ε.Ε., παρά την υποχώρησή της στο 14,7% το 2021 και στο 12,1% τον Ιούνιο 2022. Εξίσου μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, είναι η μακροχρόνια ανεργία (πραγματικό πρόβλημα) αλλά και η αντίστοιχη των νέων. Παράλληλα θέσεις χαμηλού έως μεσαίου επιπέδου δεξιοτήτων και κατά συνέπεια χαμηλών αμοιβών δημιουργούν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα.Ο δείκτης μέτρησης προσφερόμενων θέσεων εργασίας δείχνει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται στις χαμηλότερες θέσεις σε σχέση με τον μέσο όρο σε επίπεδο Ε.Ε.-27. Τα τρία τελευταία χρόνια η μεγάλη πλειονότητα των κλάδων της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται δραματικά της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, σε σύγκριση με την Ε.Ε.-27, ενώ και αυτές που δημιουργούνται απαιτούν χαμηλά ποιοτικά προσόντα.

5.     Ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η χαμηλή δυνητική μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται στις χαμηλότατες  επενδύσεις ( η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του πλανήτη αναφορικά με το λόγο ΑΣΠΚ/ΑΕΠ) , στο μικρό ποσοστό, εξ όσων πραγματοποιούνται,  παραγωγικών επενδύσεων που συμπαρασύρει και την παραγωγικότητα της οικονομίας. Επίσης οφείλεται στην γήρανση του πληθυσμού και στην έξοδο από την χώρα σημαντικότατου ποσοστού εκπαιδευμένου προσωπικού. Ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις των πολυμερών διεθνών οργανισμών κυμαίνεται μεταξύ του 1,3% και 1,5%. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αν χρησιμοποιηθούν σωστά (δύσκολα πράγματα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ήδη παρουσιάζονται καθυστερήσεις) μπορούν να «σπρώξουν» το ρυθμό μεγέθυνσης, για την επόμενη τριετία πάνω από το 3%. 

6.     Παρά τη μείωση  στο 12,0%, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μ.ο 2,1%) και επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και τη δυνατότητά τους να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2021 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 27,5 δισ. ευρώ (λόγω της αξιοποίησης του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων, γνωστού με την ονομασία “Ηρακλής”). Επίσης, τα δάνεια που διαγράφτηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών, παραμένουν στην οικονομία, σημειώνει η έκθεση, που κάνει αναφορά στην ανάγκη να βελτιωθεί η κουλτούρα πληρωμών (βλέπε πλειστηριασμοί). Επισημαίνεται ότι το ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, 15%, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, η ποιότητα του κεφαλαίου τους είναι χαμηλή λόγω της υψηλής συμμετοχής του αναβαλλόμενου φόρου, ενώ η συμμετοχή των ομολόγων στο ενεργητικό τους αυξήθηκε στο 8,5%, κάτι που σημαίνει ότι είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους. Επίσης, η κερδοφορία τους είναι πιθανό να επηρεαστεί αρνητικά από την αύξηση των επιτοκίων. Η δύσκολη οικονομική συγκυρία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέα αύξηση των μη αποτελεσματικών δανείων. Ήδη το α’ εξάμηνο του 2022 δάνεια ύψους 5,1δις παρουσιάζουν καθυστέρηση και το πιο πιθανό είναι στο προσεχές μέλλον να χαρακτηριστούν «κόκκινα». 

Δ.

Υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα που είναι από τα πλέον καθοριστικά  για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, η χώρα έχει εισέλθει ήδη σε προεκλογική περίοδο γεγονός που ενέχει δύο κινδύνους :  ο πρώτος είναι ο γνωστός προεκλογικός κύκλος που χαρακτηρίζεται από δημοσιονομική αλλά και γενικότερη  χαλάρωση της διοικητικής μηχανής.  Ήδη  το υψηλό χρέος και έλλειμμα της Ελλάδας αποτελούν πηγή ανησυχίας σε μια περίοδο που η ενεργειακή κρίση επιδεινώνεται και τα επιτόκια αυξάνονται και η Ε.Ε. βιώνει μια διπλή κρίση, στο γεωπολιτικό και στο οικονομικό μέτωπο.

Ο δεύτερος, αφορά στον τρόπο που επιχειρεί να πολιτευτεί η κυβέρνηση της ΝΔ αντιμέτωπη με τα προβλήματα λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της είναι ότι οι επικείμενες εκλογές υποκρύπτουν τον κίνδυνο της πολιτικής αστάθειας ο οποίος μπορεί φαινομενικά να αποδίδεται στον εκλογικό νόμο –απλή αναλογική- με τον οποίο θα διεξαχθούν οι προσεχείς εκλογές, αλλά επί της ουσίας θέλει να δείξει την ανικανότητα της  αντιπολίτευσης να συνεχίσει να ασκεί την ασκούμενη μέχρι τώρα πολιτική η οποία, κατά την κυβέρνηση, χαίρει της αποδοχής των χρηματοοικονομικών αγορών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Αυτή η επιχειρηματολογία εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μια αυτοεκπληρούμενη  προφητεία και να λειτουργήσει αρνητικά για τις εξελίξεις που αφορούν στην ελληνική οικονομία. Ήδη δημοσιεύματα που ενσωματώνουν αυτή την επιχειρηματολογία έχουν εμφανιστεί στον ξένο τύπο. 

Σχετικά Άρθρα