Άρθρο του Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου: Να μην οδηγηθούν στον Καιάδα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

 Άρθρο του Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου: Να μην οδηγηθούν στον Καιάδα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται σε ιδιαίτερη θέση καθώς αντιμετωπίζουν μια συνεχή κρίση που συνδέεται με τη  μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και τη δραματική πτώση της κατανάλωσης επισημαίνει σε άρθρο του στο libre o Ιωάννης Χατζηθεοδοσίου, Πρόεδρος Ε.Ε.Α και Επίτιμου Διδάκτορα ΠΑ.ΠΕΙ.

Ο κ. Χατζηθεοδοσίου προσθέτει πως “αυτά τα δύο έχουν άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα και στη ρευστότητα στην αγορά. Όλα αυτά ενώ σταδιακά βγαίνουμε από την   πανδημία και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με  την ενεργειακή κρίση”. 

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Εδώ και τρία χρόνια σχεδόν, η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν συνθήκες κρίσης. Η πανδημία ανέκοψε βίαια τη δυναμική που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην αγορά μετά από μια δεκαετία ύφεσης και στασιμότητας, ανατρέποντας την καθημερινότητα και τα σχέδια των επιχειρήσεων, σε όλους τους κλάδους. Παρά τα γενναία μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, το πλήγμα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα ήταν βαρύ, με τους τζίρους να μειώνονται κάθετα – ακόμη και να μηδενίζονται σε ορισμένους κλάδους – και την αβεβαιότητα να παγώνει κάθε κίνηση. 

Ιωάννης Χατζηθεοδοσίου, Πρόεδρος Ε.Ε.Α και Επίτιμου Διδάκτορα ΠΑ.ΠΕΙ.

Δυστυχώς, η αποκλιμάκωση της υγειονομικής κρίσης δεν ταυτίστηκε με επιστροφή στην κανονικότητα, που όλοι περιμέναμε. Η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια οδηγούν για μια ακόμη φορά στα άκρα τις αντοχές της οικονομίας και της αγοράς. Η εκτίναξη των τιμών στην ενέργεια, σε βασικά αγαθά, μεταφορές και πρώτες ύλες, δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η δραματική πτώση της κατανάλωσης έχουν άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα και στη ρευστότητα στην αγορά, ενώ το λειτουργικό κόστος αυξάνεται και οι συσσωρευμένες υποχρεώσεις από την περίοδο της πανδημίας πιέζουν.

  • Σημάδια βελτίωσης της κατάστασης στο άμεσο μέλλον δεν υπάρχουν. Αντίθετα, τα μηνύματα γίνονται όλο και πιο ανησυχητικά. Η τιμή της κιλοβατώρας στο ηλεκτρικό ρεύμα έχει ξεπεράσει τα 600 ευρώ, ενώ το ενδεχόμενο να περιοριστεί περαιτέρω ή ακόμα και να διακοπεί πλήρως η προμήθεια αερίου από τη Ρωσία, οδηγεί σε νέα άνοδο των τιμών και σχέδια για περιορισμό της κατανάλωσης, σε όλη την Ευρώπη.  

Με τα δεδομένα αυτά, οι επόμενοι μήνες αναμένεται να είναι εξαιρετικά δύσκολοι για την κοινωνία, για την οικονομία και για την αγορά. Είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική η ανάγκη γενναίων μέτρων στήριξης, προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, αλλά και η απώλεια χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και πολλαπλάσιων θέσεων εργασίας. 

Τα μέτρα που έχει λάβει ως τώρα η Πολιτεία έχουν καταφέρει να απορροφήσουν ένα μέρος των ανατιμήσεων, ενώ και η καλή πορεία του τουρισμού συνέβαλε στην ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά.

Ωστόσο, καθώς η κατάσταση επιδεινώνεται, θα πρέπει αντίστοιχα να αυξηθούν και οι παρεμβάσεις για τη διαχείρισή της. Πέραν των επιδοτήσεων, οι οποίες έχουν κυρίως «πυροσβεστικό» χαρακτήρα, χρειάζονται μέτρα που μπορούν να συγκρατήσουν την αύξηση των τιμών. Σε αυτό το πλαίσιο, το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχει ζητήσει επανειλημμένα τη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, αλλά και την επιβολή πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας. 

Παράλληλα με την καταπολέμηση της ακρίβειας, απαιτούνται γενναίες κινήσεις για τη στήριξη της βιωσιμότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η εφαρμογή 120 δόσεων για το σύνολο των οφειλών τω επιχειρήσεων, η κατάργηση μνημονιακών υποχρεώσεων όπως το τέλος επιτηδεύματος, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και η ενίσχυση της ρευστότητας μέσω ειδικά σχεδιασμένων προγραμμάτων, είναι μέτρα αναγκαία, προκειμένου οι επιχειρήσεις να καταφέρουν να αντέξουν στις τρέχουσες πιέσεις. 

  • Εξίσου απαραίτητη, όμως, είναι και η διαμόρφωση προϋποθέσεων για την επιβίωση και την ενδυνάμωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Κανείς δεν αγνοεί, ούτε υποβαθμίζει, την ανάγκη για ριζική αναβάθμιση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Αυτή η προσπάθεια, ωστόσο, δεν μπορεί να προχωρήσει ερήμην των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν το 99,9% του συνόλου των επιχειρήσεων και καλύπτουν το 87% της απασχόλησης στη χώρα.

Η οικοδόμηση του νέου παραγωγικού μοντέλου δεν μπορεί να βασιστεί σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, οδηγώντας έμμεσα στον Καιάδα τις μικρότερες – και κατ’ επέκταση τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω τους. Θα πρέπει η διαδικασία του μετασχηματισμού να οργανωθεί με ρυθμούς και προβλέψεις που θα δίνουν στη μικρομεσαία επιχείρηση το δικαίωμα να επιβιώσει, να αναπτυχθεί, να συνεισφέρει αξία στην οικονομία. 

Ο στόχος αυτός πρέπει απαραίτητα να υπηρετηθεί στο πλαίσιο του σχεδιασμού και της υλοποίησης των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ.

Θα απαιτηθεί ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την κινητοποίηση και τη διευκόλυνση επενδύσεων, που θα διασφαλίσουν όρους ανάπτυξης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παράλληλα με την ουσιαστική αναβάθμιση των προγραμμάτων κατάρτισης και ανάπτυξης δεξιοτήτων σε ειδικότητες με υψηλή ζήτηση.

  • Θα πρέπει, επίσης, να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ της Πολιτείας, των φορέων της αγοράς και των εκπροσώπων των τραπεζών, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση. Κυρίως, είναι ανάγκη η ανάπτυξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας να αποτελέσει πεδίο σύγκλισης και συμφωνίας, μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου.

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές στον κρίσιμο αυτό τομέα θα έχουν συνέχεια, ανεξάρτητα με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, ώστε να παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την οικονομία και την απασχόληση. 

Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια «δια πυρός και σιδήρου». Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τις πρωτόγνωρες καταστάσεις που βίωσαν, κατάφεραν να παραμείνουν ζωντανές, χάρη στην πίστη και στις προσπάθειες των ανθρώπων τους. Το λιγότερο που αξίζουν σήμερα, είναι η ευκαιρία να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις και να συμμετέχουν ισότιμα στην ανάπτυξη της επόμενης μέρας. 

Σχετικά Άρθρα