9.000 “δώρα” στην ιδιωτική εκπαίδευση – Σφοδρές αντιδράσεις για τις περικοπές στους εισακτέους από τις πανελλαδικές σε ΑΕΙ και ΤΕΙ

 9.000 “δώρα” στην ιδιωτική εκπαίδευση – Σφοδρές αντιδράσεις για τις περικοπές στους εισακτέους από τις πανελλαδικές σε ΑΕΙ και ΤΕΙ

Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας, ο συνολικός αριθμός εισακτέων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στην ΑΣΠΑΙΤΕ και στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 ανέρχεται σε 68.394 (στους οποίους θα προστεθούν και οι εισακτέοι στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές και στις Ακαδημίες της Πυροσβεστικής, του Εμπορικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος). Πέρσι, ο αντίστοιχος αριθμός εισακτέων ήταν 77.415 (και αυτός είχε μειωθεί κατά 555 σε σχέση με το 2020).

Λίγες μέρες πριν η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως είχε δηλώσει σε συνέντευξή της, ανάμεσα σε άλλα, ότι «θα μειώσουμε τους εισακτέους στα κεντρικά πανεπιστήμια και θα τους αυξήσουμε στα περιφερειακά», αλλά δεν είχε αφήσει καμιά υπόνοια για συνολική μείωση θέσεων και μάλιστα τέτοιας έκτασης.

Λιγότερες κατά 9.000 είναι οι θέσεις εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση που προσφέρονται στους φετινούς υποψηφίους των πανελλαδικών εξετάσεων. Πρόκειται για ρεκόρ μείωσης θέσεων από τη μια χρονιά στην άλλη τουλάχιστον για τα τελευταία 20 χρόνια.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σχεδιασμός του υπουργείου Παιδείας στην αρχή του χρόνου ήταν να μειωθούν οι θέσεις των εισακτέων ως συνέπεια των δεκάδων τμημάτων που είχε σκοπό να συγχωνεύσει ή να καταργήσει. Μιλάμε για τα τμήματα τα οποία με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής είχαν αποψιλωθεί από εισακτέους.

Ωστόσο οι προτάσεις του υπουργείου Παιδείας για αναδιάταξη του πανεπιστημιακού χάρτη (με άλλα λόγια να αποφασίσουν οι διοικήσεις των Πανεπιστημίων ποια τμήματα θα συγχωνευθούν ή θα κλείσουν) συνάντησε τις σταθερές αντιδράσεις της Συνόδου Πρυτάνεων, των συνδικαλιστικών οργάνων των πανεπιστημιακών και κυρίως τις αντιδράσεις των φοιτητών. Ετσι το επιτελείο του υπουργείου Παιδείας αποφάσισε να δράσει το ίδιο σαν «ψαλιδοχέρης» και να προχωρήσει στο πρωτοφανές αυτό κόψιμο θέσεων εισακτέων.

  • Ωστόσο πέρα από τη μείωση των εισακτέων το υπουργείο Παιδείας προχώρησε και σε μια άλλη πονηρή κίνηση, να κόψει δηλαδή θέσεις στα κεντρικά Πανεπιστήμια, εκεί που υπάρχει η μεγαλύτερη ζήτηση καθώς εκεί κατοικοεδρεύει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Για παράδειγμα στο ΕΚΠΑ από 6.913 θέσεις πέρσι προσφέρονται φέτος 6.326, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από 6.396 θέσεις πέρσι προσφέρονται φέτος 5.714, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών από 1.501 θέσεις πέρσι προσφέρονται φέτος 1.045, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής από 4.857 πέρσι προσφέρονται φέτος 4.343.

Ως δρεπανηφόρο άρμα (με τροχούς την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και τη μείωση των εισακτέων), το υπουργείο Παιδείας κόβει και πάλι με μία κίνηση την είσοδο σε χιλιάδες υποψηφίους από τα αποδυτήρια, πριν αρχίσει ο αγώνας. Ταυτόχρονα, στήνει την παγίδα της ανακατανομής των θέσεων εισακτέων, που αποτελεί άλλον έναν αθέατο κόφτη.

Η μείωση των θέσεων εισακτέων σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων σε συνδυασμό με το υψηλό, στη χώρα μας, ιδιωτικό κόστος σπουδών για τους σπουδαστές εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας εισάγει έντεχνα και από την πίσω πόρτα στους τελευταίους και στις οικογένειές τους ένα κεντρικό δίλημμα: από τη μια πλευρά, να σπουδάσει το παιδί σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας που συνήθως δεν είναι και της επιλογής του, με κόστος 7.000-8.000 ευρώ ετησίως. Από την άλλη, να δώσουν κάτι παραπάνω και να απευθυνθεί το παιδί στα κολέγια που το ΥΠΑΙΘ φρόντισε να έχει το πτυχίο τους τα ίδια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά δικαιώματα, έτσι ώστε να κάνει τις «σπουδές» της επιλογής του και να τις ολοκληρώσει νωρίτερα.

Η εισαγωγή σε Πανεπιστήμιο εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας αποτελεί για κάποιους αθέατο αποκλεισμό. Η μείωση του αριθμού εισακτέων στα Πανεπιστήμια Αθήνας-Θεσσαλονίκης, που έχουν αυξημένη ζήτηση καθώς στις περιοχές αυτές ζει η πλειονότητα των υποψηφίων, είναι σίγουρο ότι αφενός δημιουργεί ανοδικές τάσεις στις βάσεις εισαγωγής τους, αφετέρου αποκλείει μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων σε σχέση με πέρσι ή πρόπερσι.

Οπως είναι γνωστό και αποδεικνύεται και από τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα, οι σχολές και τα τμήματα των ΑΕΙ των μεγαλύτερων αστικών κέντρων της χώρας προσελκύουν τον μεγάλο όγκο των υποψηφίων. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την απουσία φοιτητικής μέριμνας, που έκανε απαγορευτικό σε υποψήφιους χαμηλών εισοδημάτων να φοιτήσουν σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, δημιούργησε ένταση των ανισοτήτων αφού ακόμη και η επιτυχία σε μια σχολή δεν σήμαινε και τη δυνατότητα φοίτησης.

Τα πράγματα θα είναι χειρότερα φέτος, καθώς οι οικονομικές συνθήκες είναι πιο επιβαρυμένες για μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού, γεγονός που αυξάνει την αγωνία και το άγχος χιλιάδων υποψηφίων όχι μόνο για το αν θα πετύχουν την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο αλλά και για την περίπτωση να μην υπάρχει η δυνατότητα οικονομικής κάλυψης της φοίτησής τους.

Το γεγονός ότι στα περιφερειακά τμήματα δεν μειώνονται οι θέσεις εισακτέων πιθανόν να μετριάσει τις ανοδικές τάσεις των βάσεων εισαγωγής και τον αποκλεισμό υποψηφίων. Ωστόσο είναι σίγουρο ότι, για πολλούς υποψηφίους που θα πετύχουν την είσοδό τους σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας ή εκτός πραγματικών επιλογών τους, θα σημαίνει «εικονική επιτυχία», χωρίς περιεχόμενο. Και αυτό γιατί η οικονομική αδυναμία στήριξης των σπουδών τους γρήγορα θα τους αναγκάσει να τις παρατήσουν αυξάνοντας έτσι το ποσοστό των λεγόμενων «μη ενεργών φοιτητών», που, από την άλλη, είναι και κριτήριο για καταργήσεις ή συγχωνεύσεις τμημάτων.

Συνεχώς το υπουργείο Παιδείας παράγει μια «νομιμότητα» που αντιστρατεύεται τη λογική και την ηθική. Αλήθεια, ποιος παίρνει υπόψη τις επιπτώσεις της πανδημίας και ποια είναι η ηθική του υπουργείου Παιδείας, που επιλέγει αυτόν ακριβώς τον χρόνο για να εφαρμόσει την πιο ταξική πολιτική του;

Είναι φανερό ότι η εξέλιξη αυτή θα προκαλέσει και νέα χαρακιά στο ταλαιπωρημένο, ιδιαίτερα φέτος, σώμα των υποψηφίων. Γιατί πόσα νοικοκυριά πλέον μπορούν, σε αυτές τις συνθήκες φτώχειας και ανεργίας, να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε Πανεπιστήμιο εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας; Το γεγονός ότι στα περιφερειακά τμήματα δεν μειώνονται οι θέσεις εισακτέων μοιάζει σαν μια πρόσκληση σε ανεπιθύμητους καλεσμένους, όταν είναι γνωστό ότι η οικονομική δυσπραγία θα τους αποτρέπει από το να τη δεχτούν.

Η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ

“Η μείωση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ κατά 9.000 σε σχέση με πέρυσι, πριν καν εφαρμοστεί η φετινή Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και οι νέοι συντελεστές βαρύτητας, επιβεβαιώνει πως η κυβέρνηση της ΝΔ εργάζεται μεθοδικά για τη συρρίκνωση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». Αυτό υπογραμμίζει η αναπληρώτρια τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Μερόπη Τζούφη, σε δήλωσή της μετά την ανακοίνωση από το υπουργείου Παιδείας ότι τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά θα εισαχθούν 9.021 λιγότεροι υποψήφιοι στα πανεπιστήμια σε σχέση με το 2021.

Όπως επισημαίνει η Μερόπη Τζούφη, μετά την περσινή εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, τον αποκλεισμό 20.000 υποψηφίων και τις χιλιάδες κενές θέσεις ειδικά στα περιφερειακά Πανεπιστήμια, το υπουργείο Παιδείας «επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος». «Η ανακοίνωση του αριθμού εισακτέων για το 2022, δηλαδή των διαθέσιμων θέσεων, επιφύλασσε μια μείωση-ρεκόρ από το 2011 μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μείωση της τάξης του -11,2% σε σχέση με την προηγούμενη ακαδημαϊκή χρονιά» αναφέρει.

«Λίγες μόλις ημέρες πριν τις πανελλήνιες εξετάσεις, το υπουργείο Παιδείας δε διστάζει να αναστατώσει τους μαθητές και τις μαθήτριες, τις οικογένειές τους, αλλά και τα ίδια τα ΑΕΙ, στέλνοντας μήνυμα πως ήδη έχει καταστρώσει τον αποκλεισμό χιλιάδων υποψηφίων. Μάλιστα, η μείωση των θέσεων κατά 9.021 πρόκειται να αυξήσει περαιτέρω τον αριθμό των νέων που θα μείνουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» συνεχίζει.

«Η υπουργός Παιδείας, με θράσος και μανία απέναντι στα δημόσια ΑΕΙ, έχει δηλώσει πως στόχος είναι “να απεγκλωβιστούν οι νέοι από τα Πανεπιστήμια”. Όμως έφτασε η ώρα να απεγκλωβιστεί η δημόσια Παιδεία από την ίδια και την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πρώτο μέλημα της επόμενης προοδευτικής διακυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι η κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και η αποκατάσταση των συσσωρευμένων αδικιών που επιβλήθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης» καταλήγει η Μερόπη Τζούφη.

Με πληροφορίες από efsyn.gr

Σχετικά Άρθρα