Ελληνοτουρκικά: Ορόσημα και κίνδυνοι…

 Ελληνοτουρκικά: Ορόσημα και κίνδυνοι…

Στις 22 Φεβρουαρίου θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα ο νέος γύρος των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας. Οι δύο αντιπροσωπείες θα …προσποιηθούν πως συνομιλούν για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, επειδή αξιολογείται πως η διακοπή των διερευνητικών θα προκαλούσε εκ των πραγμάτων εντυπώσεις ρήξης, και, δεύτερον, διότι η Άγκυρα επιδιώκει να διατηρεί, προσχηματικά, ως μήνυμα προς τις ΗΠΑ και την Ε.Ε, την αίσθηση πως είναι υπέρ του διαλόγου, η δε Αθήνα θεωρεί πως το ρίσκο να κλείσει κάθε δίαυλο επικοινωνίας είναι μεγάλο.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Η τουρκική διπλωματία φάνηκε, ωστόσο, να μας αιφνιδιάζει αφού φρόντισε πρώτα να προσδιοριστεί ο χρόνος του νέου γύρου των διερευνητικών επαφών και αμέσως μετά, με τις δηλώσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου και την επιστολή του εκπροσώπου της στον ΟΗΕ Φεριντούν Σινιρλίογλου, ήγειρε επισήμως θέμα κυριαρχίας των ελληνικών νησιών.

«Η Ελλάδα απειλεί την ασφάλεια της Τουρκίας με αυτή τη συμπεριφορά. Οι παραβιάσεις αυτές μπορεί να φέρουν κλιμάκωση της έντασης, η οποία θα έχει συνέπειες στην ειρήνη και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή», αναφέρεται στη σχετική επιστολή που αποτελεί “όχημα” ευθείας αμφισβήτησης των Συνθηκών της Λωζάνης και του Παρισιού όσον αφορά την παρουσία ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται όχι μόνο για βήμα κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας αλλά, ακόμα χειρότερα, για την δημιουργία πλαισίου αναθεώρησης των ίδιων των συνθηκών.

Η Άγκυρα ζητά από την Αθήνα, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας, να αποκαταστήσει την κατάσταση αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, με βάση τις σχετικές συμφωνίες.Τέλος, η τουρκική πλευρά επισημαίνει πως έχει αναφέρει επανειλημμένα τις παραβιάσεις της Ελλάδας μέσω διπλωματικών καναλιών και θέτουν και ζήτημα καθορισμού ΑΟΖ. «Αν η Ελλάδα δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, δεν μπορεί να διεκδικήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα που απορρέουν από αυτές τις συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των θαλασσίων ζωνών», αναφέρεται στην επιστολή, σύμφωνα με τη Yeni Safak.

Προσηλωμένη στην μεγάλη κρίση του Ουκρανικού, η Δύση αντέδρασε μάλλον τυπικά με ανακοινώσεις του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, του Φόρεϊν Όφις, και των Βρυξελλών. Επισημαίνεται η κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου, δεν έγινε, όμως, απολύτως σαφές το δικαίωμά μας να διατηρούμε στρατιωτικές δυνάμεις σε αυτά, δεδομένου του casus belli της Τουρκίας σχετικά με το αναφαίρετο δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, αλλά και της παρουσίας ισχυρών (αποβατικών) δυνάμεων στα μικρασιατικά παράλια. Εάν θυμηθούμε παλαιότερες ανεπίσημες δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων αλλά και επίσημες ανακοινώσεις του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ (για την διατήρηση ελληνικών δυνάμεων στα νησιά και περί “αμφισβητούμενων υδάτων”) δεν θα έπρεπε να μας αιφνιδιάσει μια θέση “ίσων αποστάσεων” και στο κοντινό μέλλον. Διπλωματικές πηγές αναμένουν, μάλιστα, να υπάρξουν νέες επιθετικές δηλώσεις, ακόμα και από τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν, τις επόμενες ημέρες.

Μέσα σε αυτό το κλίμα οι διερευνητικές επαφές μετατρέπονται, στην καλύτερη περίπτωση σε ένα διπλωματικό φουαγιέ φλυαρίας, στην χειρότερη ένα βήμα για να διατυπώσει η Τουρκία τις αξιώσεις που αναφέρονται στην επιστολή Σινιρλίογλου.

Η κατάσταση περιπλέκεται. Με την απόσυρση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για τον EastMed και την αναβάθμιση του ρόλου της στο εύφλεκτο γεωπολιτικό περιβάλλον της περιοχής μας, η Τουρκία δείχνει να προετοιμάζεται για όσα θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες. Όσοι ερμηνεύουν τις κινήσεις του Ταγίπ Ερντογάν με γνώμονα την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και συνακόλουθα την κατάρρευση της δημοφιλίας του τελευταίου αλλά και τις πιέσεις που δέχεται από την αντιπολίτευση (που προσπαθεί να αποκτήσει ενιαία έκφραση) ενόψει των εκλογών του 2023, βλέπουν μόνο την μισή εικόνα.

Ο “μύθος” του απομονωμένου Ερντογάν παραπλάνησε την ελληνική κοινή γνώμη και, δυστυχώς, σπατάλησε πολιτικό απόθεμα για σχεδιασμό νέας στρατηγικής σε μια περίοδο, μάλιστα, που η κυβέρνηση διέθετε πολιτική ηγεμονία, υψηλή δημοσκοπική αποδοχή και, ταυτόχρονα, μεγάλη απόσταση από τον εκλογικό χρόνο. Ιδιαίτερα, μετά την επιτυχημένη -επιχειρησιακά και πολιτικά- αντιμετώπιση του επεισοδίου στον Έβρο (εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Άγκυρα), και μετά την επικοινωνιακή νίκη του Νίκου Δένδια στην συνέντευξη Τύπου με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου (στην Άγκυρα), η κυβέρνηση βρήκε ευήκοα ώτα στην διεθνή κοινότητα και απέκτησε διπλωματική υπεροπλία. Εκείνη η στιγμή θα ήταν, ίσως, κατάλληλη να εκδηλωθούν πρωτοβουλίες. Στο Βερολίνο βρισκόταν ακόμα η Άγκελα Μέρκελ, η Ουάσιγκτον δεν είχε ακόμα αναθεωρήσει την στρατηγική της για την νοτιοανατολική Μεσόγειο και η Ελλάδα ακουγόταν με μεγάλη προσοχή. Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ (Ιούνιος 2021) φάνηκε να είναι μια μεγάλη ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση. Αποδείχθηκε, όμως, πως εξαντλήθηκε μόνο για να αποφευχθεί η επανάληψη της έντασης -του καλοκαιριού του 2020 με το Oruc Reis- το περυσινό καλοκαίρι. Εκείνη την περίοδο θα μπορούσαν να είχαν γίνει κάποια βήματα στο διπλωματικό παρασκήνιο (π.χ Σουρανή-Καλίν), αν όχι για την εκπόνηση “οδικού χάρτη” -που θα ήταν το ζητούμενο-, τουλάχιστον για να εκθέσουν την τουρκική υποκρισία.

Προφανώς στο Μέγαρο Μαξίμου και στο Υπουργείο Εξωτερικών γνωρίζουν καλύτερα τι θα μπορούσε και τι δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί τότε, ωστόσο είναι σαφές πως, με τις δύο χώρες να έχουν μπει στην τελική ευθεία για τις εκλογές, με το αμερικανικό ενδιαφέρον για τα ελληνοτουρκικά να έχει συρρικνωθεί, και με την απουσία ισχυρών συνομιλητών στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, οι πιθανότητες να αποκατασταθούν οι δίαυλοι ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας σχεδόν μηδενίζονται. Επιπλέον, ως προς αυτά, αξίζει να σημειωθεί η “απουσία” του Παρισιού στην πρόκληση της Τουρκίας με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών, δεδομένου πως έστω και με διασταλτική ερμηνεία αυτή η κίνηση της Άγκυρας εμπίπτει στο πνεύμα και το γράμμα της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας. Ας το κρατήσουμε για το μέλλον…

Όμως, ό,τι δεν φαίνεται εφικτό να συμβεί με δική μας πρωτοβουλία ίσως προκληθεί από τις εξελίξεις. Τρία “ορόσημα”, πιθανώς μέσα στο 2022, είναι πιθανό να αλλάξουν σημαντικά το τοπίο.

Αυτά είναι: οι επαφές για την τροποποίηση της τελωνειακής ένωσης Ε.Ε-Τουρκίας (με ποιούς όρους ως προς τα ελληνοτουρκικά;), η συμμετοχή της Τουρκίας στη Διάσκεψη του Καϊρου για τις ενεργειακές οδεύσεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, και το Ευρωμεσογειακό forum που προωθεί ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ. Εάν λάβει κανείς υπόψιν του και ότι δημιουργούνται συνθήκες ταχείας αποκατάστασης των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, κάτι που θα οριστικοποιηθεί κατά την επίσκεψη του Ισαάκ Χέρτσογκ στην Άγκυρα, αλλάζουν οι ευνοϊκές για την Ελλάδα ισορροπίες που είχαν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στην περιοχή.

Τούτων δοθέντων θα ήταν επικίνδυνο να επικρατήσει εφησυχασμός ως προς την υποστήριξη που θα έχει η Ελλάδα στα προαναφερθέντα γεωπολιτικά μέτωπα. Ας ελπίσουμε να έχουν λάβει υπόψιν τους τις αντιξοότητες και την ενίσχυση της Τουρκίας ως “χρήσιμος σύμμαχος” (που ποτέ, βεβαίως, δεν έπαψε να είναι…) στο Μέγαρο Μαξίμου και το Υπουργείο Εξωτερικών. Ο εκλογικός κύκλος δεν πρέπει να προκαλέσει περισπασμούς υπό τον φόβο του όποιου πολιτικού κόστους, κι αυτό διότι τα συμφέροντα των μεγάλων παικτών δεν θα ανασταλούν χάριν της εγχώριας κομματικής προεκλογικής αντιπαράθεσης. Ίσως, δε, απαιτηθούν και δύσκολες αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που αναβαθμίζει την ανάγκη για συγκρότηση εθνικού μετώπου. Κάτι τέτοιο φαίνεται μάλλον δύσκολο εάν κρίνει κανείς από όσα ειπώθηκαν στη Βουλή στο πλαίσιο της συζήτησης για την ελληνοαμερικανική συνεργασία.

Σχετικά Άρθρα