Θέλουμε, όντως, την διακοπή κάθε σχέσης της Τουρκίας με την Ε.Ε;

 Θέλουμε, όντως, την διακοπή κάθε σχέσης της Τουρκίας με την Ε.Ε;

Με αφορμή την κλιμακούμενη, εδώ και περίπου ένα χρόνο, επιθετικότητα της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, η ελληνική διπλωματία (έστω και με καθυστέρηση) ξεδίπλωσε, το τελευταίο διάστημα, μια σειρά κινήσεων προς την Ε.Ε που εδράζονται στο τρίπτυχο κυρώσεις –σε φυσικά πρόσωπα και εταιρείες-, εμπάργκο όπλων και αίτημα εξέτασης εάν συντρέχουν οι λόγοι για αναστολή της τελωνειακής ένωσης.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Μέχρις ώρας, με αρνητικό πρωταγωνιστή τη Γερμανία αλλά και την συνδρομή και άλλων κρατών μελών, η συζήτηση περί κυρώσεων μετατίθεται διαρκώς χρονικά, με τελευταίο ορόσημο αυτό του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου. Η επιστολή του Νίκου Δένδια προς το Βερολίνο, τη Μαδρίτη και τη Ρώμη, σχετικά με τις συμφωνίες για εξοπλιστικά προγράμματα (φρεγάτες, υποβρύχια, αεροπλανοφόρο και άρματα μάχης) που έχουν συνάψει με την Άγκυρα, έχει αναμφίβολα διπλωματική βαρύτητα, είναι, ωστόσο, εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αποδεκτή και μάλλον περιορίζεται στον συμβολικό χαρακτήρα της.

Η δεύτερη επιστολή του υπουργού Εξωτερικών προς τον επίτροπο Διεύρυνσης Oliver Varhelyi με κοινοποίηση προς τον Εκτελεστικό Αντιπρόεδρο της Επιτροπής για μια Οικονομία στην Υπηρεσία των Ανθρώπων Valdis Dombrovskis υπογραμμίζει ότι η Τουρκία συνεχίζει να παραβιάζει μονομερώς, με την υιοθέτηση μη προβλεπόμενων δασμολογικών, νομοθετικών και ισοδύναμων μέτρων, την τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας.

Αναφέρει συγκεκριμένα:

Αγαπητέ Επίτροπε,

Όπως γνωρίζετε, η Τουρκία παραβιάζει σε πλείστα σημεία την τελωνειακή ένωση με την τοποθέτηση, μονομερώς, μη προβλεπόμενων νομοθετικών, δασμολογικών και ισοδυνάμων μέτρων, όπως αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, και στην πρόσφατη Έκθεση Προόδου του 2020. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε σοβαρές στρεβλώσεις στη ροή συναλλαγών της τελωνειακής ένωσης, εις βάρος των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης.

Ως απάντηση σε αυτήν την αντισυμβατική συμπεριφορά της Τουρκίας, πρέπει να εξετάσετε άμεσα την υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων προστασίας (protection measures) σε όλες τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις σοβαρών διαταραχών της οικονομικής δραστηριότητας στους τομείς της τελωνειακής ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 60 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου 1970 και το άρθρο 58 της Απόφασης 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεων ΕΕ-Τουρκίας.

Επιπλέον, ως μήνυμα αποδοκιμασίας προς την κατά συρροή παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο συνολικής αναστολής της τελωνειακής ένωσης, με βάση αυτήν την φορά την Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (άρθρο 60 επ.).

Δράττομαι της ευκαιρίας για να σας διαβιβάσω τους υψηλούς μου χαιρετισμούς.

Με εκτίμηση

Νίκος Δένδιας»

Στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, η επιστολή εκλήφθηκε ως αίτημα για συνολική αναστολή της τελωνειακής ένωσης, αν και όταν διαβάσει κανείς προσεκτικά το περιεχόμενό της αντιλαμβάνεται πως το “να εξετάσουμε το ενδεχόμενο” πόρρω απέχει από ένα επίσημο αίτημα συνολικής αναστολής.

Συμφέρει (;) την Ευρώπη να είναι το χαϊβάνι της Τουρκίας - ΑγρίνιοCulture

Προκύπτουν, ωστόσο, κάποιες παρατηρήσεις:

Ακόμα και αυτό το “θολό” αίτημα (που σχολιάστηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως “επικοινωνιακό πυροτέχνημα”) συνιστά μια τεκτονική αλλαγή της στρατηγικής που υπηρετούν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις για περισσότερο από δύο δεκαετίες.

Στρατηγική που έθετε ως βασική παράμετρο των σχέσεων με την Τουρκία την υπεράσπιση της ευρωπαϊκής της προοπτικής, ως μέσο για τον εκδημοκρατισμό της γειτονικής χώρας και την προσέλκυσή της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, ώστε δι’ αυτού του τρόπου να αντιμετωπισθεί η παραβατικότητά της και να αναζητηθούν λύσεις στο πλαίσιο των κανόνων διεθνούς δικαίου.

Η στρατηγική αυτή δεν σήμαινε, φυσικά, ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα είχε την αυταπάτη πως η μείωση της απόστασης μεταξύ Βρυξελλών και Άγκυρας θα επέλυε αυτομάτως την μία και μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα, αποσκοπούσε, όμως, να καταστήσει την ΕΕ κοινωνό των προβλημάτων που απορρέουν από την τουρκική επιθετικότητα και να αξιοποιήσει το πλαίσιο “αιρεσιμότητας” (Κριτήρια της Κοπεγχάγης) για να εγκαλεί την Τουρκία κάθε φορά που το απαιτούσαν οι συνθήκες.

Είναι γνωστό πως εδώ και αρκετά χρόνια συντρέχουν παράλληλα δύο νέες συνθήκες. Οι Ευρωπαίοι έχουν αποφασίσει πως δεν θέλουν αυτή την Τουρκία στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα (ας μην ξεχνούμε πως ένα από τα βασικά επιχειρήματα των οπαδών του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα ήταν η προσχώρηση-“μπαμπούλας” της Τουρκίας στην ΕΕ), η δε ερντογανική Τουρκία δεν δείχνει να επιθυμεί και να πιστεύει πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, οπότε εξαντλεί τα οφέλη που της δίνει η τελωνειακή σχέση.

Μπορεί κανείς να πει πολλά για το είδος αυτής της σχέσης και το οικονομικό κυρίως καθεστώς που δημιουργεί ως προς τις εξαγωγές των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, την παρουσία τραπεζών κρατών-μελών στην Τουρκία αλλά και το προνομιακό πλαίσιο που έχουν δημιουργήσει αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες σε στρατιωτικά προγράμματα κλπ. (Δείτε εδώ σχετική ανάλυση του Euronews).

Από την άλλη πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

Αυτό το “θολό” αίτημα περί συνολικής αναστολής της τελωνειακής σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας εδράζεται σε κάποιο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο; Οι απόψεις διϊστανται και, πάντως, γνώστες του ευρωπαϊκού πλαισίου συνθηκών, όπως ο καθηγητής Π.Ιωακειμίδης, επισημαίνουν πως δεν υπάρχει σχετική διαδικασία. Από την άλλη, ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο έχων επιρροή στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα γερμανός χριστιανοδημοκράτης και υποψήφιος για την προεδρία της Κομισιόν Μάνφρεντ Βέμπερ, έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ του “παγώματος” της τελωνειακής σύνδεσης ως “τιμωρία” της Τουρκίας για την μη προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

EU should not lose Turkey, former German ambassador says | Daily Sabah

Η συνολική αναστολή θα απαιτούσε ομοφωνία των κρατών-μελών και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται εφικτό με τους παρόντες συσχετισμούς δυνάμεων. Θα αρκούσε η διαφωνία μιας χώρας (π.χ Βουλγαρίας ή Ουγγαρίας), αν και πρέπει να θεωρείται απίθανο να συναινέσουν σε μια τέτοια απόφαση ακόμα και ισχυρές χώρες με πρώτη την Γερμανία που στέκεται στο πλευρό του Ερντογάν, είτε λόγω των οικονομικών, γεωπολιτικών και στρατιωτικών σχέσεων, είτε υπό τον φόβο του προσφυγικού-μεταναστευτικού.

Κατά δεύτερο, τίθεται το ερώτημα: είναι ή όχι προτιμότερη μια παραβατική Τουρκία που πιέζεται από την ΕΕ με μοχλό τα ευρωπαϊκά κονδύλια και άλλα εργαλεία διεθνούς δικαίου και κυρώσεων, από μία Τουρκία πλήρως ανεξέλεγκτη που εξωθείται -δια της συνολικής αναστολής- σε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική δυσπραγία; Με τον τουρκικό εθνικισμό στα ύψη και την επικράτηση των πλέον ακραίων απόψεων που θα επιχειρηματολογούν για την Ευρώπη και την Ελλάδα που επιθυμούν τον αφανισμό της.

Όταν η ΕΕ δεν έχει εξαντλήσει ούτε μέρος των εργαλείων πίεσης (π.χ κυρώσεις) θα φτάσει στο απώτατο σημείο ενός τέτοιου μέτρου που θα προκαλούσε ίσως την κατάρρευση της τουρκικής λίρας; Μήπως προσπερνούμε όλα τα προηγούμενα στάδια άσκησης πιέσεων φτάνοντας αβασάνιστα στην πλήρη διακοπή των σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία; Και μήπως με ένα τέτοιο μέτρο τιμωρούμε τελικά τον τουρκικό λαό, απομονώνουμε τα κόμματα της αντιπολίτευσης με ευρωπαϊκή προοπτική και μια μεγάλη μερίδα πολιτών που επιθυμούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας τους και δυσανασχετούν τώρα με τα παραληρήματα μεγαλοϊδεατισμού του Ερντογάν;

Και επιπλέον, ακόμα κι αν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι λογικό να προτείνεται μια λύση (;) πλήρους απομάκρυνσης της Τουρκίας από την Ευρώπη (έστω και με αυτό το ερμαφρόδιτο καθεστώς) ως απάντηση στον Ερντογάν, όταν ξεπερνάει την σημερινή πολιτική κατάσταση στην γειτονική χώρα και εκτείνεται στο μέλλον; Ή, μήπως, έχουμε σκοπό να αναστείλουμε την τελωνειακή σύνδεση όσο κυβερνάει ο Ερντογάν και να την επαναφέρουμε όταν, κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Άγκυρα; Δεν ακούγεται λογικό.

Η πρόταση περί συνολικής αναστολής της τελωνειακής σύνδεσης δείχνει να αναιρεί την υπερεικοσαετή στρατηγική της Ελλάδας για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και διερωτάται εύλογα κανείς εάν αυτό μπορεί να αποφασιστεί εν ριπή οφθαλμού, με μια επιστολή του υπουργού Εξωτερικών, και όχι στο πλαίσιο μιας αναθεωρημένης στρατηγικής που θα έχει συμφωνηθεί από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας του τόπου.

Αντ’ αυτού έχουν ακουστεί από πολιτικούς και κόμματα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη απόψεις περί ειδικής σχέσης της ΕΕ με την Τουρκία, δεδομένου ότι η προσχώρηση δεν φαίνεται σε ορατό μέλλον. Μιας ειδικής σχέσης, όπως λέγεται, που θα διατηρούσε μεν τις οικονομικές σχέσεις (που αφορούν σε μεγάλο βαθμό και την Ελλάδα), θα εισήγαγε, όμως, στο νέο αυτό πλαίσιο και όλες τις πτυχές της “αιρεσιμότητας” που θα είχε η ενταξιακή διαδικασία. Με αυτό τον τρόπο, λένε οι έχοντες την άποψη αυτή, θα παρέμεναν και θα ενισχύονταν τα κριτήρια και οι κανόνες σχετικά με όσα αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Δεν μπορεί εύκολα να πει κανείς τι είναι καλύτερο. Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν αποφασίζεται αποσπασματικά και εν θερμώ στο πλαίσιο μιας επιστολής αλλά απαιτεί σκέψη, τεκμηρίωση και, κυρίως, πολιτική συναίνεση. Πρόκειται για μια τεκτονική αλλαγή της ελληνικής στρατηγικής που υπερβαίνει τα όρια (χρονικά και πολιτικά) μιας κυβέρνησης.

Σχετικά Άρθρα