Βαθύτερα τραύματα της πανδημίας στην οικονομία και την κοινωνία

 Βαθύτερα τραύματα της πανδημίας στην οικονομία και την κοινωνία

Το  δεύτερο  φθινοπωρινό  κύμα  του  κορονοϊού  από  τους  πρώτους  μήνες  της  εμφάνισης  του,  σε  διεθνές,  ευρωπαϊκό  και  εθνικό  επίπεδο,  σε  συνδυασμό  με   το  απαγορευτικό (lockdown 2),   δοκιμάζει  σοβαρά,  όπως  προκύπτει  εκ  του  αποτελέσματος,  τόσο  τα  δημόσια  συστήματα  υγείας, όσο  και  τους  κοινωνικο-οικονομικούς  σχηματισμούς.  Πιο  συγκεκριμένα,  η  νέα  αυτή  πραγματικότητα, σύμφωνα  και  με  ευρωπαϊκούς  οργανισμούς  καθώς  και  ανώτατους   ευρωπαϊκούς  κυβερνητικούς  παράγοντες, θα  διαρκέσει  στην  γηραιά  ήπειρο  και  στα  κράτη-μέλη  και  κατά  την  χειμερινή  περίοδο.

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*

Έτσι,  η  χρονική  παράταση  εκτιμάται  ότι  θα   επιδεινώσει  περαιτέρω τις   συνέπειες της  πανδημίας  στην  ευρωπαϊκή  οικονομία  και  την  οικονομία  των  κρατών-μελών, διευρύνοντας  τις  συνθήκες  αβεβαιότητας  και  αναθεωρώντας  προς  το  δυσμενέστερο  τόσο  τις  εκτιμήσεις  της  ύφεσης,  όσο  και  αυτές  της  ανάκαμψης  για το  2021.

Όμως,  αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  οι  δυσμενείς  αυτές  προοπτικές  στην  Ευρωπαϊκή  Ένωση (υψηλή  ανεργία, ανισότητες, διεύρυνση  του  επιπέδου  φτωχοποίησης  του  πληθυσμού,   προοπτική  αύξησης  των  4  εκατομ.  αστέγων  στα  κράτη-μέλη,κ.λ.π.),  συνοδεύονται   από  νέες  αντιλήψεις    και  επιχειρήματα    εγκατάλειψης  του  μοντέλου  της  δημοσιονομικής  πειθαρχίας  και  εγκαθίδρυσης  των  επιδιώξεων  και  προσδοκιών   ολοκλήρωσης  της  πολιτικής  και  οικονομικής  ένωσης, με  αλλαγή  του  περιεχομένου    των  στρατηγικών,  των  διαδικασιών  λήψης  των  αποφάσεων  και  των  ασκούμενων  θεσμικών,  οικονομικών  και  κοινωνικών  πολιτικών  σε  ευρωπαϊκό  και  εθνικό  επίπεδο.

Παράλληλα, στις  συνθήκες  της  νέας  δυσμενούς  πραγματικότητας  η  Ευρωπαϊκή  Επιτροπή (2020)  εκτιμά  ότι  η  οικονομία  της  ευρωζώνης  θα  συρρικνωθεί  κατά  7,8%  το  2020,  σημειώνοντας  θετικό  ρυθμό(4,2%)  ανάπτυξης  το  2021  και  3%  το  2022.

Στην  προοπτική  αυτή  εκτιμάται  ότι    το  συνολικό  δημοσιονομικό  έλλειμμα  της  ευρωζώνης  θα  αυξηθεί  από  0,6%  του  ΑΕΠ  το  2019  σε  8,8%  του  ΑΕΠ  το  2020,  σημειώνοντας  μείωση  σε  6,4%  του  ΑΕΠ  το  2021  και  σε  4,7%  του  ΑΕΠ το  2022,  ενώ  ο  συνολικός  δείκτης    Χρέος/ΑΕΠ   της  ευρωζώνης  θα  αυξηθεί  από  85,9%  του  ΑΕΠ  το  2019  σε  101,7%  του  ΑΕΠ  το  2020, 102,3%  του  ΑΕΠ  το  2021  και  102,6%  του  ΑΕΠ  το  2022.

  • Στην  Ελλάδα, μετά  την  πτωτική  αναθεώρηση  του ΑΕΠ  του  2019  από  την  Ελληνική  Στατιστική  Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ)  από  187,5  δις  ευρώ  σε  183,4  δις  ευρώ, η  εκτίμηση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή,2020)  συρρίκνωσης  του  ΑΕΠ  σε  168  δις  ευρώ  το  2020,  σημαίνει  ύφεση  της  ελληνικής  οικονομίας  κατά   -9%  του  ΑΕΠ, ενώ  η  εκτίμηση  συρρίκνωσης  του  ΑΕΠ   σε  165  δις  ευρώ  το  2020 ( επίπεδο  αντίστοιχο  με  αυτό  του  2002),  σημαίνει  ύφεση  της  ελληνικής  οικονομίας  κατά  -10,5%  του  ΑΕΠ.

Στην  προοπτική  αυτή, ο  δείκτης   Χρέος/ΑΕΠ, κατά  τις  εκτιμήσεις  της  Ευρωπαϊκής  Επιτροπής (2020),  θα  αυξηθεί  στο  επίπεδο  του  207%  του  ΑΕΠ  το  2020,  στο  200,7%  του  ΑΕΠ  το  2021  και  στο  194,6%  του  ΑΕΠ  το  2022.

  • Αντίθετα,  κατά  τις  εκτιμήσεις  μας (Μάρτιος  2020)  αναφορικά  με  τις  συνέπειες  της  πανδημίας  του  κορονοϊού  στην  ελληνική  οικονομία  κατά το  2020, σύμφωνα   με  τις  παραδοχές  του  αισιόδοξου  σεναρίου  ο  ρυθμός  μεταβολής  του   ΑΕΠ    και   ύφεσης  της  ελληνικής  οικονομίας   εκτιμάται  στο  επίπεδο  του  -8,8%,   του   βασικού  σεναρίου  κατά  -10%    και  του  απαισιόδοξου   σεναρίου    κατά  -12%.

Ταυτόχρονα  προβλέπεται  στις  εκτιμήσεις  μας   ότι  η  επιστροφή  της  ελληνικής  οικονομίας  στα  επίπεδα  του  2019  θα  συντελεσθεί,  μετά  την  ασθενή  ανάκαμψη  του  2021  και  του  2022,  το  έτος  2023,  εξαιτίας, κατά βάση,  της  σταδιακής  και  μερικής  ανάκαμψης  του  τουρισμού  κατά τα  πρώτα  δύο  χρόνια  μετά  το  2020, από  τον  οποίον  η  εξάρτηση( 20,8%  του  ΑΕΠ  και  21,7%  της  απασχόλησης)  της  ελληνικής  οικονομίας  είναι  σημαντική.  

Στις  συνθήκες  αυτές,  το  επίπεδο  της  στατιστικής  ανεργίας  από  17,3% (758.000  ανέργους)  το  2019, 18,3% (836.000  ανέργους)  τον  Ιούνιο  του  2020,  προβλέπεται  στις  εκτιμήσεις  μας  ότι  θα  αυξηθεί  στα  επίπεδα 21,3%-22,1% (1.020.000-1.070.000  ανέργους), απειλώντας παράλληλα  και τους  εργαζόμενους  σε  ευέλικτες  μορφές  απασχόλησης   σε  ολική  ανεργία, με  ό,τι  αυτό  αρνητικά  συνεπάγεται  για την  προοπτική  φτωχοποίησης  τους.

Επιπλέον, η  πανδημία   του  κορονοϊού    στην  χώρα  μας  πιέζει,  μεταξύ  των  άλλων,   και  το  σύστημα  κοινωνικής  ασφάλισης (ΣΚΑ), δεδομένου  ότι  σύμφωνα  με  τους  υπολογισμούς  μας,  για  κάθε  μήνα   απαγορευτικού(lockdown)  το  ΣΚΑ  έχει  απώλειες  εσόδων  από  την  αναστολή  εργασίας (μερική  ανεργία)  των  απασχολουμένων   της  τάξης  των  68  εκατομ.  ευρώ, η  χρηματοδότηση  των  οποίων  απαιτείται  να  συμπεριληφθεί  στον   Κρατικό  Προϋπολογισμό  του  2021.

                                                                                                                                                                *Ομότ.Καθ.Παντείου Πανεπιστημίου, Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου

Σχετικά Άρθρα