Τουρκική οικονομία: Επικίνδυνα παιχνίδια

 Τουρκική οικονομία: Επικίνδυνα παιχνίδια

Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό ακόμα μπορεί η Τουρκία να «κρύβει» το γεγονός ότι ξοδεύει περισσότερα από όσα αντέχει η τσέπη της; Συνήθως όταν οι κυβερνήσεις ξοδεύουν περισσότερα από όσα εισπράττουν τότε εμφανίζεται έλλειμμα στον προϋπολογισμό τους. Το έλλειμμα καλύπτεται με την έκδοση ομολόγων, αλλά όταν το δημόσιο χρέος διογκώνεται υπερβολικά και το κόστος δανεισμού επίσης, τότε η χώρα είτε χρεοκοπεί είτε ζητάει «βοήθεια» από διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ.

Η Τουρκία είναι από τις χώρες που ξοδεύουν περισσότερα από όσα αντέχουν, αλλά το κάνει με ένα τέτοιο τρόπο που κρύβει το κόστος αυτής της οικονομικής καταστροφής βαθιά στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα, με αποτέλεσμα να είναι «αόρατο» για τους περισσότερους. Το μεν δημόσιο χρέος και ο δανεισμός εμφανίζεται σχετικά μικρό, αλλά μεγάλο, δύσκολα διαχειρίσιμο, χρέος συσσωρεύεται στις τράπεζες- και τις ιδιωτικές και τις κρατικές.

Από την κρίση του 2008 και μετά η αμερικανική κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα (Fed) κρατάει χαμηλά τα επιτόκια, ελπίζοντας να τονώσει την ανάπτυξη της οικονομίας. Παράπλευρη επίπτωση αυτής της πολιτικής ήταν ο φθηνός δανεισμός σε δολάρια, και όχι μόνο για τους Αμερικανούς. Οι τουρκικές τράπεζες για παράδειγμα, θέλησαν να επωφεληθούν κι αύξησαν κατά πολύ τα αποθέματά τους. Τι τα έκαναν τα δολάρια;

Κατ’αρχήν δάνεισαν στις τουρκικές επιχειρήσεις και σε τομείς όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, οι υποδομές και η αγορά ακινήτων, που έδειχναν προτίμηση στα δολάρια, αντί για τη λίρα, επειδή ήταν φτηνά τα επιτόκια. 

Tα δάνεια

Βεβαίως οι επιχειρήσεις αυτές πωλούν τα προϊόντα τους κυρίως σε Τούρκους καταναλωτές, πράγμα που σημαίνει ότι τα έσοδα τους είναι στο τοπικό νόμισμα, αλλά οι αποπληρωμές των δανείων τους είναι σε δολάρια. Και το πρόβλημα είναι ότι όσο η λίρα χάνει την αξία της έναντι του δολαρίου- όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια- οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να πληρώνουν τις δόσεις των δανείων τους στις τουρκικές τράπεζες. Πράγμα, που στη συνέχεια, οδηγεί σε κρίση στον τραπεζικό τομέα. Φαύλος κύκλος… 

Οσα από τα δολάρια των τραπεζών δεν δόθηκαν στις επιχειρήσεις, χορηγήθηκαν στους Τούρκους καταναλωτές, όχι σε δολάρια, αλλά σε λίρες. Προηγουμένως όμως οι τράπεζες έπρεπε να μετατρέψουν τα δολάρια σε λίρες στις αγορές για να ανταποκριθούν στις αιτήσεις των ιδιωτών πελατών τους για αγορά σπιτιού ή αυτοκινήτου για παράδειγμα. Γι αυτές τις συναλλαγές υπάρχει αντίτιμο το οποίο συνδέεται με το επιτόκιο που έχει καθοριστεί από την κεντρική τράπεζα της Τουρκίας. Κι αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο επικινδυνότητας για την οικονομία της χώρας, κρυμμένο βαθιά στο τραπεζικό της σύστημα: εάν αυξηθούν τα επιτόκια, το κόστος δανεισμού θα εκτιναχθεί, μαζί και οι ζημιές για τις τράπεζες.

Και μετά ήρθε η πανδημία

Στην παρούσα συγκυρία, με την πανδημία να επιφέρει καίρια πλήγματα στις οικονομίες παγκοσμίως, οι αναδυόμενες αγορές όπως η Τουρκία φλερτάρουν με την καταστροφή. Η πτώση της αξίας της λίρας δοκιμάζει ιδιώτες και επιχειρήσεις. Για την Τουρκία η κρίση με το νόμισμά της- η δεύτερη σε λιγότερο από δύο χρόνια- σε συνδυασμό με την πανδημία, συνιστά αυξημένο κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης. Οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι έρχονται δύσκολοι μήνες για την τουρκική οικονομία – ήδη κατέγραψε συρρίκνωση της τάξης του 10% το δεύτερο τρίμηνο- , ενώ οι διεθνείς επενδυτές δείχνουν να θέλουν να αποφύγουν την μανούβρες που κάνει η κυβέρνηση με τα φθηνά δάνεια που χορηγούν μαζικά οι τράπεζες, με εντολή του Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να τονωθεί το νόμισμα και η κατανάλωση.

Στο παρελθόν η υποτίμηση του νομίσματος είχε κάποια οφέλη, όπως για παράδειγμα η φθηνή λίρα μπορεί να ήταν θελκτική για τους τουρίστες. Φέτος όμως ανετράπησαν όλα. Στη μεσογειακή ακτή της Τουρκίας, πολλά ξενοδοχεία δεν άνοιξαν καν και όσα λειτουργούν είναι σχεδόν άδεια.

Ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας

Η κυβέρνηση πιέζει τις τράπεζες να δανείζουν περισσότερα, για να βοηθήσουν την κατανάλωση, τροφοδοτώντας όμως έτσι και τον πληθωρισμό που κινείται ετησίως στο 12%. Με τη λίρα να έχει χάσει το 10% της αξίας της τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, έχουν αυξηθεί αντίστοιχα οι τιμές των αγαθών και έχει πέσει το επίπεδο διαβίωσης των Τούρκων πολιτών. Με το φόβο «αντιποίνων» από την τουρκική κοινή γνώμη, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναχαιτίσει την πτώση με μια κλασσική μέθοδο: πουλώντας δολάρια στις αγορές και αγοράζοντας λίρες, τονώνοντας την αξία της. Η λίρα πράγματι σταθεροποιήθηκε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, αλλά το κόλπο έχει όριο. Για να υπερασπίζεσαι με αυτό τον τρόπο το νόμισμά σου, πρέπει να έχεις αποθέματα δολαρίων. Πού θα τα βρεις;

Ετσι στο «παιχνίδι» ξαναμπαίνουν οι τράπεζες. Εχουν ένα απόθεμα, δεδομένου ότι είχαν δανειστεί δισεκατομμύρια τα περασμένα χρόνια και έτσι η κεντρική τράπεζα άρχισε να δανείζεται δολάρια από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας- στην ουσία από τους λογαριασμούς επιχειρήσεων και ιδιωτών- στα οποία, μέχρι τώρα, υπολογίζεται ότι οφείλει 54 δισ.  Πλην όμως έχει ήδη δαπανήσει 65 δισ. δολάρια από τις αρχές του χρόνου – σύμφωνα τουλάχιστον με την Goldman Sachs- εκτός από τα 40 δισ. που ξόδεψε το 2019. Επομένως, όπως αναφέρεται και στα επίσημα στοιχεία,  «λείπουν» τώρα περίπου 25 δισ. δολάρια. Πρόκειται για μια μεγάλη μαύρη τρύπα στους ισολογισμούς της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Και μια νέα πτώση της αξίας του τοπικού νομίσματος θα φαληρίσει τις περισσότερες τράπεζες, ιδιωτικές και κρατικές. «Είναι σαν μετωπική σύγκρουση τρένων σε αργή κίνηση» είπε ο Ουγούρ Γκιουρσές πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας. 

Μέχρι τώρα η κεντρική τράπεζα της χώρας αρνείται να αυξήσει τα επιτόκια- μια συνηθισμένη συνταγή για την αναχαίτιση της υποτίμησης του νομίσματος, αλλά μια στρατηγική που βρίσκει κάθετα αντίθετο τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ανορθόδοξα πιστεύει ότι η τα υψηλά επιτόκια αυξάνουν τον πληθωρισμό. Το τρέχον επίπεδο των επιτοκίων- που έμεινε αμετάβλητο και στη συνεδρίαση του προηγούμενου μήνα- είναι στο 8,25% δηλαδή στην ουσία αρνητικό, αφού είναι κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού. Και εκεί θα μείνει, όσο ο Τούρκος πρόεδρος επιμένει στο οικονομικό πείραμά του, για να διατηρεί μια μια ψεύτικη αίσθηση σταθερότητας, εν μέσω απρόβλεπτων γεωπολιτικών κρίσεων και πριν τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για το 2023.

Σχετικά Άρθρα