Η φανατική κερκίδα στα ελληνοτουρκικά…

 Η φανατική κερκίδα στα ελληνοτουρκικά…

Με άγνοια, αφέλεια, αντιστόρητα και με κομματική εμπάθεια δημοσιολογούν ορισμένοι σχετικά με τον προσωπικό θρίαμβο του πρωθυπουργού έναντι του Ταγίπ Ερντογάν. Το σκορ, όπως λένε, είναι ήδη 2-0, με πρώτο γκολ (από τα αποδυτήρια) στην αποτροπή της παραβίασης των συνόρων στον Έβρο, και δεύτερο, τώρα, επειδή η Άγκυρα δεν “τόλμησε” να βγάλει από το λιμάνι της Αττάλειας το Oruc Reis. Και, προφανώς, έπεται συνέχεια από μια ομάδα που …κερδίζει κάθε αντίπαλο σε οποιοδήποτε γήπεδο. Μια ρηχή κομματική ομφαλοσκόπηση και μια ωδή στην ευτέλεια της εσωστρεφούς θεώρησης της εξωτερικής πολιτικής και των γεωπολιτικών εξελίξεων.

Ορθώς, ο υπουργός Εξωτερικών –που προσώρας δείχνει να απέχει από τις συζητήσεις κομματικού καφενείου– τάχθηκε (Mega) υπέρ του διαλόγου με την γείτονα επί των πραγματικών διαφορών και όχι «φανταστικών διαφορών», και τόνισε πως σε περίπτωση παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας δεν θα υπάρξει καμιά υποχωρητικότητα.

Αναφερόμενος στην προκλητική συμπεριφορά της γείτονος και τις κινήσεις της για αποκλιμάκωση της έντασης, ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε πως υπάρχει μια σταδιακή αποκλιμάκωση από μεριάς Τουρκίας, ωστόσο αυτό δε σημαίνει πως η ένταση έχει παρέλθει.

Την ίδια ώρα, βεβαίως, που τα υπουργεία Άμυνας και Ναυτιλίας δεν έχουν ιδέα για τις Navtex που εκδίδει το Λιμενικό εν ώρα κρίσης.

Εάν, ωστόσο, ανατρέξει κανείς ψύχραιμα στην ιστορία των ελληνοτουρκικών διαπιστώνει μάλλον εύκολα πως η “παραγωγός έντασης” Τουρκία έχει κατορθώσει να φέρει σταδιακά στο προσκήνιο αιτιάσεις και διεκδικήσεις και κυρίως να τις εισάγει στην ρητορική Αμερικανών και Ευρωπαίων. Επί της ουσίας πρόκειται για μια έμμεση “νομιμοποίηση” των προκλήσεων από τον διεθνή παράγοντα.

Ο διαμοιρασμός των φυσικών πόρων και τα “χωρικά ύδατα”, για παράδειγμα, παρεισέφρησαν επίσημα στην διαμεσολαβητική ρητορική του Ζοζέπ Μπορέλ μόλις στο τελευταίο του ταξίδι στην Άγκυρα με εξουσιοδότηση της Άγκελα Μέρκελ. Το Ινστιτούτο του Κιέλου (που συμβουλεύει την Καγκελαρία) εισηγείται μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης της Ελλάδας με την Τουρκία ως προσωρινό μέτρο και με ορίζοντα την επίλυση των “διαφορών” στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου μπορεί να γίνει και μόνιμο…

Επί μήνες όσοι αντιμετωπίζουν την τουρκική προκλητικότητα ως ποδοσφαιρικό αγώνα Ερντογάν- Μητσοτάκη θριαμβολογούν για την διεθνή “απομόνωση” του πρώτου. Κι αφού μιλάει η φανατική κερκίδα το αφήγημα μετατρέπεται σε εικονική πραγματικότητα. Έπρεπε να σπεύσει η Ντόρα Μπακογιάννη (από τα ελάχιστα πρόσωπα στο κυβερνών κόμμα που γνωρίζουν -παρά τις όποιες απόψεις της- τα της εξωτερικής πολιτικής) να αποκαλέσει ανόητους όσους ισχυρίζονται τα παραπάνω. Δυστυχώς, διέπραξαν πολλοί αυτό το επικοινωνιακά βολικό σφάλμα. Πολλοί και κάποιοι πολύ ψηλά…

Σχεδόν καμία σοβαρή συζήτηση δεν γίνεται στο εσωτερικό πολιτικό και μιντιακό σκηνικό. Είχε, όντως, για παράδειγμα, σκοπό το Ερντογάν να βγάλει το Oruc Reis νοτίως του Καστελόριζου, ή του αρκεί να το κρατά ανοικτά της Αττάλειας ως “φόβητρο” την ώρα που προωθεί τον σχεδιασμό του και έχει απέναντί του την Γερμανία και τις ΗΠΑ να του ζητούν να μην το κάνει; Προτιμά ένα θερμό επεισόδιο που πιθανώς θα του στοιχίσει επιχειρησιακά και πολιτικά στο εσωτερικό της Τουρκίας, ή μήπως είναι βολικότερο για τον ίδιο να πλανάται μια τέτοια πιθανότητα και απειλή;

Μέχρι πρότινος η Τουρκία εξέπεμπε πολλά αλλά διάσπαρτα μηνύματα σχετικά με το τι διεκδικεί. Ναρκοθετούσε τη Συνθήκη της Λωζάννης, έθετε κατά καιρούς θέμα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, υπενθύμιζε το “γκριζάρισμα” του Αιγαίου, παρενέβαινε στα εσωτερικά μας εγείροντας ζήτημα “τουρκικής μειονότητας”.

Είναι, όμως, η πρώτη φορά, μετά όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα, που συγκροτημένα έχει ταξινομήσει όλα τα παραπάνω -και άλλα ακόμα- σε μια ατζέντα ενός δυνητικού απευθείας διαλόγου με την Ελλάδα τον οποίο ενθέρμως υποστηρίζει η Γερμανία ως διαμεσολαβητής και εγγυητής.

Απέναντι στην πάγια ελληνική θέση “διάλογος μόνο για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ”, η Τουρκία (δια του Ιμπραχίμ Καλίν και όχι μόνον) βάζει στο τραπέζι τη θέση “διάλογος χωρίς όρους και προϋποθέσεις”. Πρόκειται για μια ουσιώδη αλλαγή της τουρκικής στάσης. Με ίσως ακόμα ουσιωδέστερη αλλαγή τον τρόπο με τον οποίο η διεθνής κοινότητα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπως η Γαλλία) ακούει, πλέον, την εκφερόμενη από τον Ερντογάν “καλή πρόθεση” για απευθείας διάλογο.

Ποιος διάλογος, όμως, μπορεί να γίνει μεταξύ εκείνου που πιστεύει πως προς συζήτηση είναι ένα και μοναδικό ζήτημα και εκείνου που θέλει να τα συζητήσει όλα και να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερα απ΄ αυτά; Ποιος έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει από μια τέτοια διαπραγμάτευση που δεν απορρίπτει η διαμεσολαβήτρια Άγκελα Μέρκελ, την οποία αναγάγαμε σε “σωτήρα” για την παρέμβασή της στον Τούρκο πρόεδρο; Και ποιος κινδυνεύει να εξαντληθεί γρηγορότερα από αυτή την στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης που βαίνει από κλιμάκωση σε μερική αποκλιμάκωση και πάλι από την αρχή;

Κι ακόμα, πως είναι δυνατόν την ώρα που ο Ερντογάν προσβάλλει την διεθνή κοινότητα και μετατρέπει την Αγία Σοφία σε τζαμί, να συμφωνείται στο παρασκήνιο η έναρξη απευθείας συνομιλιών στο Βερολίνο;

Η ιστορία έχει δείξει πως μετά τα Ίμια ήρθαν η Μαδρίτη και το Ελσίνκι να χαρτογραφήσουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο την ελληνοτουρκική κρίση. Οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί έχουν έκτοτε αλλάξει, οι ηγεσίες στην ΕΕ και τις ΗΠΑ έχουν “εξαϋλωθεί” και η “χρησιμότητα” της Τουρκίας έχει αναβαθμιστεί στον σχεδιασμό της Δύσης. Κυρίως, όμως, το ελληνοτουρκικό ζήτημα έχει αποκτήσει μια επιτακτική ευρωτουρκική διάσταση. Ελάχιστοι κατανοούν και επισημαίνουν πως ο Ερντογάν μπορεί να εξαντλήσει αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο και πως τα ουσιώδη ανταλλάγματα που επιδιώκει βρίσκονται στη σχέση του με τους Ευρωπαίους και στο Κυπριακό. Το Αιγαίο ακόμα “κείται μακράν” για την στρατηγική της Άγκυρας. Φυσικά υπάρχει, φυσικά αποτελεί ισχυρή παράμετρο, αλλά μάλλον προέχουν οι άλλες επιδιώξεις του. Από την αναθεώρηση της ευρωτουρκικής σχέσης (τελωνειακή ένωση) μέχρι την συνεκμετάλλευση της κυπριακής ΑΟΖ. Το Αιγαίο και η προκαλούμενη ένταση εναντίον της Ελλάδας δεν είναι (ακόμα) αυτοσκοπός αλλά εργαλείο, ενώ παράλληλα ο Ερντογάν εγγράφει σταδιακά τις διεκδικήσεις του και τις καθιστά κεφάλαια μιας ατζέντας “διαλόγου”.

Το θετικό σε όλα αυτά είναι πως Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει. Τα συζήτησαν εκτενώς και φαίνεται πως υπάρχουν σημεία σύγκλισης. Βεβαίως, σε ένα διαφορετικό πολιτικό σκηνικό χωρίς κραυγές και σχέδια εξαφάνισης του πολιτικού αντιπάλου ίσως τα πράγματα να ήταν ευκολότερα.

Το αρνητικό, όμως, είναι πως ο στρατός του διχασμού και του μίσους που εκπαιδεύτηκε στα πεδία της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν ελέγχεται πια εύκολα από κυβερνητικά και κομματικά κέντρα. Έχει αποκτήσει αυτονομία και επενδύει στην αγριότητα.

Σε ένα τέτοιο κλίμα φαντάζει μάταιο να συζητήσει, να αναλύσει και να εξηγήσει κανείς ποια πρέπει να είναι η στρατηγική της χώρας, ποιους κινδύνους αντιμετωπίζουμε, πως πρέπει να αντιδράσουμε και ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές μας.

Φωτό: Ακροδεξιοί οπαδοί καίνε τουρκική σημαία στο ΟΑΚΑ (2018)

Σχετικά Άρθρα