Για ένα “τσουβάλι” αδειανό, για ένα σποτ…

 Για ένα “τσουβάλι” αδειανό, για ένα σποτ…

Απαράδεκτο, ατυχές, ισοπεδωτικό – “συλλήβδην”, όπως ειπώθηκε– ή ευφυές, αιχμηρό και “to the point” το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ για την #καμπανιαΠετσα, κατόρθωσε να συσπειρώσει εναντίον του έναν σημαντικό αριθμό προβεβλημένων δημοσιογράφων –ομού με τις δημοσιογραφικές ενώσεις. Συνιστούν όλοι όσοι τοποθετήθηκαν τις τελευταίες ώρες τον “δημοσιογραφικό κλάδο”; Μάλλον όχι. Υπάρχουν φωνές που ακούγονται και υψηλοί ήχοι που αναπαράγονται (ιδιαίτερα εκείνες που δεν φημίζονται για την ταύτισή τους με την κυβέρνηση), υπάρχουν, όμως, και άλλες (πολλές) που είτε δεν ακούγονται, είτε προτιμούν την σιωπή. Ενίοτε για λόγους “ασφάλειας”, ή διότι, απλώς, στέκονται αμήχανες και απογοητευμένες στο περιθώριο.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Με όρους πολιτικής τακτικής μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως το συριζαίϊκο σποτ, με την Άννα Ελεφάντη ως παρουσιάστρια τηλεοπτικού δελτίου, εκχώρησε επιχειρήματα στο κυβερνών κόμμα και τους μιντιακούς συμπαραστάτες του, και άλλαξε την θετική για την αξιωματική αντιπολίτευση ατζέντα της σκανδαλώδους διαφημιστικής καμπάνιας με την υπογραφή του Στέλιου Πέτσα. Θα μπορούσαν, πιθανότατα, να ειπωθούν περίπου τα ίδια με κάπως διαφορετικό τρόπο. Στην επικοινωνία, ωστόσο, μετράει (δυστυχώς) η πρόκληση και συχνά διαστρεβλώνει την αλήθεια. “Truth well told”, αναφέρει το σλόγκαν γνωστής πολυεθνικής της διαφήμισης, αλλά σπανίως εισακούγεται.

Έμπειρος διαφημιστής μου περιέγραφε ως εξής όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα:

Σιωπηλοί, αν και έντρομοι, οι γείτονες στα μπαλκόνια, παρακολουθούν τους διαρρήκτες να εισβάλλουν σε διπλανό σπίτι. Ξεσηκώνουν τα πάντα και αποχωρούν ανενόχλητοι. Κατά την αποχώρηση, ωστόσο, αφήνουν ανοιχτή την εξώπορτα του σπιτιού που διέρρηξαν. Τότε, ένας από τους γείτονες (των μπαλκονιών) φωνάζει: “Δεν ντρέπονται, άφησαν ανοιχτή την πόρτα”. Και αρκετοί από τους γείτονες ενώνουν “αυθορμήτως” τις φωνές τους: “Ντροπή, ντροπή”! Η διάρρηξη έχει ξεχαστεί, η ανοιχτή πόρτα μετατρέπεται σε έγκλημα καθοσιώσεως.

Ήθελε, προφανώς, να μου περιγράψει πως το έλασσον γίνεται μείζον και με ποιον τρόπο το ενδιαφέρον (;) της κοινής γνώμης μπορεί εύκολα να μετατοπιστεί στο πρώτο εάν υπάρχουν οι κατάλληλοι υποβολείς. Είτε βάσει σχεδίου, είτε με εκείνη την αφελή και καλής προθέσεως (;) ευαισθησία.

Η αλήθεια είναι πως ελαχιστότατοι εξ όσων αντέδρασαν ηχηρώς για το σποτ της Κουμουνδούρου είχαν τοποθετηθεί δημοσίως, το προηγούμενο διάστημα, για την μοιρασιά των 20 εκατ., πλημελλώς ή και παρανόμως, σε “ημετέρους” και ανύπαρκτα ΜΜΕ. Ακόμα και οι παρεμβάσεις ισχυρών συστημικών μέσων –όπως της “Καθημερινής”– χάθηκαν στην οχλοβοή της παραπλάνησης, το ίδιο συνέβη και με τις παραινέσεις προβεβλημένων στελεχών του κυβερνώντος κόμματος. Και δεν αναφέρομαι στην σύσσωμη αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Οι σιωπούντες για το σκάνδαλο της καμπάνιας Πέτσα, ωστόσο, πρωτοστάτησαν στην καταγγελία του σποτ του ΣΥΡΙΖΑ. Επικοινωνιακά, η Κουμουνδούρου φάνηκε να χάνει την μάχη που είχε κερδίσει τις προηγούμενες ημέρες, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο σε αποδρομή και την κυβέρνηση “γυμνή”, με ανεξήγητη την άρνησή της να υποστεί κοινοβουλευτικό έλεγχο και να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία της (κακο)διαχείρισης του δημοσίου χρήματος.

Τελικώς, όμως, ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση με το σποτ προσπάθησε να συνομιλήσει με το κοινό που εκπροσωπούν όσοι της επιτίθενται, ούτε οι τελευταίοι ελπίζουν να πείσουν το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια πλευρά, οι οπαδοί του σλόγκαν #ΣΥΡΙΖΑ_ξεφτιλες θα αποθεώνονται, και από την άλλη το σποτ της Κουμουνδούρου θα θεωρείται “έργο τέχνης” στο απέναντι κοινό. Υπό μια έννοια όλοι είναι ικανοποιημένοι.

Κάπου στη μέση, ωστόσο, είναι ο περίφημος “δημοσιογραφικός κλάδος” και η κοινή γνώμη. Ο πρώτος δεν είναι ούτε ενιαίος, ούτε αδιαίρετος. Τα πρώτα ονόματα στην μαρκίζα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου δεν συνιστούν “κλάδο”. Ήταν και είναι εκφραστές ενός στρατευμένου υποκειμενισμού, όπως, ενδεχομένως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για κάποιους άλλους στην άλλη όχθη του ποταμού.

Εάν ο “δημοσιογραφικός κλάδος” είχε φωνή και μπορούσε να εκφραστεί, ίσως να ήταν διαφορετικό το αποτέλεσμα. Ίσως να έλεγε πως ουδόλως εκτιμά εκείνη την δημοσιογραφία που χρησιμοποιείται ως προθάλαμος για την είσοδο στην πολιτική, πως δεν έχουν σχέση τα “χλωρά” με τα “ξερά”, πως δεν ταυτίζεται με τις περσόνες που ευχαριστούν δημοσίως τους πολιτικούς αρχηγούς για όσα είχαν ιδιωτικώς συμφωνήσει (…), και με όσους εξαντλούν τα κοσμητικά επίθετα και τους υπερθετικούς βαθμούς για να “αγιογραφήσουν” υπέρ πολιτικών που μας περνούν στη Γη της Επαγγελίας.

Το “κοινό αίσθημα”, ωστόσο, σε κάποιο βαθμό, το διαμορφώνουν όσοι ακούγονται και όχι όσοι πνίγονται σε μικρές άναρθρες κραυγές.Το διαμορφώνουν, εστω συγκυριακά, εκείνοι που προβάλλονται, που ανεβαίνουν στους άμβωνες, και όχι εκείνοι που αποκλείονται και αγωνιούν μοναχικά.

Μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης, από την άλλη, έχει σταθερά διαμορφωμένη άποψη για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης και πολλών δημοσιογράφων. Όχι όλων, Όχι “στο τσουβάλι”. Και, δυστυχώς, για όλους εμάς, η άποψη αυτή δεν είναι καθόλου κολακευτική. Δεν το γνωρίζαμε, όμως, αυτό; Περιμέναμε το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ για να σκεφτούμε ότι υπάρχει κίνδυνος “να τσουβαλιαστούμε. Κι όταν οι πρωταγωνιστές των αντιδράσεων επικαλούνται αυτό το επιχείρημα, μήπως μπορούν να εξηγήσουν τι σημαίνει ακριβώς. Φοβούνται πως “θα τσουβαλιαστούν” με ποιούς; Διότι εάν δεν φτάσεις στο “δια ταύτα”, το επιχείρημα μένει μετέωρο και καταλήγει σαθρό, κατασκευασμένο και αποπροσανατολιστικό.

Ανέφερε ένας εξ αυτών των συναδέλφων στα social media: “Δύο φορές απαράδεκτος ο ΣΥΡΙΖΑ ως προς το σποτ που τσουβαλιάζει όλους τους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους ότι τα παίρνουνε”. Πρωτίστως, ουδείς ισχυρίστηκε πως “τα παίρνουνε”. Δεν είχε, όμως, το σθένος να συνεχίσει και να εξηγήσει με ποιους άλλους “τηλεοπτικούς δημοσιογράφους” δεν δέχεται να τον τσουβαλιάζει το συριζαίϊκο σποτ. Γιατί; Μήπως διότι, ακόμα και μεταξύ μας αποφεύγουμε να ομολογήσουμε ποιοι είναι εκείνοι που “χαλάνε την πιάτσα”, που προσβάλλουν τον “κλάδο”; Αποφεύγουμε να πούμε πως άλλο πράγμα ο υποκειμενικός σχολιασμός του δημοσιογράφου και άλλο οι “παρεούλες”, οι παρασκηνιακές συναλλαγές για μια βουλευτική έδρα, οι quest-εμφανίσεις σε κομματικές εκδηλώσεις, οι έμμεσες life-style “αποθεώσεις” και πολλά άλλα.

Για να μην θεωρηθεί πως υπεκφεύγω: το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι το ίδιο αλλά…διαφορετικό. Η ουσία του, δηλαδή να αναδείξει την σκανδαλώδη κακοδιαχείριση της διαφημιστικής καμπάνιας της κυβέρνησης, είναι σωστή. Η εκφορά του προβληματική.

Και το ότι η ουσία είναι σωστή δεν το λέει μόνο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το επισημαίνουν ρητά όλα τα κόμματα, οι αντιδράσεις των οποίων “πνίγονται”, ώστε να αναδειχθεί η σύγκρουση του καλού απέναντι στο κακό. Να προκύψει ο γνωστός δικομματικός μανιχαϊσμός, μεταξύ μιας κυβέρνησης που κάνει λάθη αλλά τα διορθώνει, και ενός σκοτεινού συστήματος μιας καταστροφικής αριστεράς. Εμείς με τον Φουρθιώτη, εσείς με τα βοσκοτόπια. Απλοϊκό και εύληπτο- νομίζουν.

Εκείνο με το οποίο, όμως, δεν συμφωνώ –εφόσον αυτό έχουν ορισμένοι κατά νου-, είναι η ενοχοποίηση των μίντια ως συστήματος λόγου και άποψης. Διότι, η διαπλοκή υπάρχει –και είναι σαφώς συντεταγμένη υπέρ της κυβέρνησης-, όμως, η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ για το θεσμικό έλλειμμα είναι μεγάλη. Είχε ευκαιρίες και δεν έπραξε τα δέοντα. Δεν έβλεπε τον “ελέφαντα στο δωμάτιο” αλλά ακόμα κι όταν τον είδε θεώρησε πως μπορεί να τον αντιμετωπίσει με “τεχνικές” και την επίκληση της δικής του ηθικής. Αστεία πράγματα. Ότι δεν καταλαβαίνεις, ή δεν επιδιώκεις να καταλάβεις, αργά ή γρήγορα σε εκδικείται…

Κατακλείδα: Τσίπρας, Γεννηματά, Κουτσούμπας, Βαρουφάκης, Βελόπουλος, εάν πράγματι ενδιαφέρονται για την δημοσιοποίηση της ερεβώδους λίστας Πέτσα, ας μην αφήσουν σε χλωρό κλαρί την κυβέρνηση. Πριν ο μακρύς κατάλογος βγει από την “κουζίνα”. Ας αφήσουν στην άκρη -για λίγο και ειδικώς- τις διαφωνίες και ας αναβαθμίσουν το θέμα. Αφορά, πια, τον πρωθυπουργό.

Υ.Γ: Το “δεν είναι όλοι ίδιοι” είναι τόσο προφανές και κατηγορηματικό που κακώς επαναλαμβάνεται. Δημιουργεί την αίσθηση της αμφιβολίας και περιφέρεται ως “επιτάφιος” της δημοσιογραφίας.Και δεν αφορά μόνο τους μεν ή μόνο τους δε. Η αξιοπρέπεια δεν διαθέτει ένα μόνο πρόσημο. Τελικά, δεν χρειάζεται πρόσημο.

Σχετικά Άρθρα