Ασφαλιστικό: Μεταρρύθμιση ή απορρύθμιση; – Το libre αναλύει τις προτάσεις Πισσαρίδη για το κεφαλοποιητικό σύστημα

 Ασφαλιστικό: Μεταρρύθμιση ή απορρύθμιση; – Το libre αναλύει τις προτάσεις Πισσαρίδη για το κεφαλοποιητικό σύστημα

Τις μηχανές στο «φουλ» βάζει η κυβέρνηση για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό και τη μετατροπή του σε εν μέρει κεφαλοποιητικό, καθώς ως τις αρχές του 2021 ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνος Τσακλόγλου θα είναι έτοιμος να παρουσιάσει τις θέσεις του αρμόδιου υπουργείου.

Του Νίκο Παπαδημητρίου

Το νομοσχέδιο για τη σταδιακή μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική αναμένεται να έχει ψηφιστεί από τη Βουλή μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021 και το νέο σύστημα να τεθεί σε ισχύ από 1/1/2022, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Μεγάρου Μαξίμου αλλά και όσα δήλωσε σε συνέντευξή του στο «Κεφάλαιο», στην Δ. Καδδά και τον Δ. Κατσαγάνη, ο Π. Τσακλόγλου, το Σάββατο που μας πέρασε.

«Όχημα» και για τις ανατροπές αυτές, η έκθεση Πισσαρίδη, επικουρικό μέλος της οποίας ήταν, άλλωστε -ως τη στιγμή που έγινε μέλος της κυβέρνησης- και ο Πάνος Τσακλόγλου –κάτι που αναφέρεται στην 3η σελίδα του «Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία».

Το  επίμαχο κεφάλαιο ξεκινά από μερικά στοιχεία και διαπιστώσεις, για τις οποίες αποφεύγει να συζητήσει συστηματικά και σε βάθος το πολιτικό σύστημα της χώρας:

  • «H συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ (16,5% έναντι 13,2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), με τη χώρα να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση στην Ευρωζώνη, παρά τις διαδοχικές περικοπές και αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα από το 2010. Επιβαρυντικά για τα δημόσια οικονομικά δρα και το υψηλό ποσοστό κρατικής επιχορήγησης για την κάλυψη συντάξεων σε ύψος 10,1% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 3,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ».

Και στο «δια ταύτα»,

  • «σε συνδυασμό με την υψηλή μισθολογική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (11,7% έναντι 9,9% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), το Ελληνικό Δημόσιο καταλήγει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην Ευρωζώνη (έναντι 23,1% κατά μέσο όρο). Ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής των δαπανών, κρίσιμοι τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι δημόσιες επενδύσεις υποχρηματοδοτούνται», αναφέρει η επιτροπή Πισσαρίδη.

Ενώ κρούει τον κώδωνα κινδύνου και για τα μελλούμενα:

  • «Στο πλαίσιο αυτό, πολιτικές προσαρμογής που υιοθετήθηκαν τα περασμένα έτη στοχεύουν στη σταδιακή αποκλιμάκωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ, και στη μείωση της επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του. Είναι σημαντικό, κατά την ερχόμενη δεκαετία, να μην εκτροχιαστεί η χώρα από την πορεία αυτή, έτσι ώστε η συνταξιοδοτική και μισθολογική δαπάνη του δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειωθεί σταδιακά, συγκλίνοντας προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και κλείνοντας μερικώς την ψαλίδα. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στους κινδύνους που προέρχονται από την τρέχουσα κρίση της πανδημίας και την επίπτωσή της στην πορεία του ΑΕΠ».

Είναι ολοφάνερο ότι ο νομπελίστας οικονομολόγος και οι πανεπιστημιακοί και εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν στην επιτροπή προσπαθούν να βάλουν φρένο τόσο στη συνταξιοδοτική δαπάνη όσο όμως και στη δαπάνη των δημοσίων υπαλλήλων.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ για τις συντάξεις η επιτροπή έχει «φάρμακο» (το κεφαλοποιητικό σύστημα), για τη δαπάνη της δημόσιας διοίκησης δεν προτείνει το παραμικρό, καθώς στο αντίστοιχο κεφάλαιο εξαντλεί τις διαπιστώσεις όσο και τις προτάσεις της σε θέματα αξιοκρατίας, ψηφιοποίησης κ.α. Σε μια εποχή μάλιστα, που φαίνεται πως έχει γίνει κοινή συνείδηση η κρισιμότητα του δημόσιου τομέα με επαρκές ανθρώπινο δυναμικό στους κρίσιμους τομείς της χώρας, εν προκειμένω στην υγεία.

Επιστρέφοντας στο ασφαλιστικό και τις προτάσεις της επιτροπής,

  • «αν το ασφαλιστικό σύστημα παραμείνει αμιγώς διανεμητικό όπως είναι σήμερα (οι πληρωμές προς τους συνταξιούχους καλύπτονται από τις εισφορές του ενεργού πληθυσμού και τον κρατικό προϋπολογισμό) και δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων για δημόσιο δανεισμό, τότε είτε το ύψος των συντάξεων θα πρέπει να μειώνεται διαρκώς σχετικά με αυτό των μισθών, είτε το ύψος των εισφορών και φόρων να αυξάνεται. Αυξήσεις σε εισφορές και φόρους θα μειώσουν περαιτέρω τα κίνητρα στην επίσημη εργασία και θα δυσχεράνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας στην οικονομία. Αντίστοιχα, μια δυναμική μείωσης των συντάξεων για τις επόμενες γενιές θα είναι κοινωνικά άδικη και επώδυνη. Θα δημιουργήσει επίσης αντικίνητρα στην επίσημη εργασία καθώς η καταβολή εισφορών θα δίνει δικαίωμα σε χαμηλότερες συντάξεις», είναι τα επιχειρήματα των κ. Πισσαρίδη και Τσακλόγλου.

«Η μετάβαση σε ένα μερικώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν θα αποτελούσε ελληνική πρωτοτυπία, αντίθετα θα έφερνε την Ελλάδα πλησιέστερα στον μέσο όρο των ασφαλιστικών συστημάτων της Ευρώπης. Σήμερα, μόνο περίπου το 5% των πληρωμών ασφαλισμένων για συντάξιμες εισφορές στην Ελλάδα είναι κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα», σημειώνεται επίσης και ενώ «το σημερινό ύψος των υποχρεωτικών εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη στον δημόσιο διανεμητικό πυλώνα (26,5%) είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη και 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των μελών του ΟΟΣΑ».

Εξάλλου,

  • «μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά, με βάση καλών πρακτικών της ΕΕ, θα δημιουργήσει νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και € 99 δισ. σε 40 χρόνια. Η ενίσχυση της αποταμίευσης και των επενδύσεων με αυτό τον τρόπο θα οδηγήσει σε υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ κατά € 6,9 δισ., και σε 81 χιλ. περισσότερες θέσεις εργασίας (ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης) κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα 40 χρόνια».

Θέση της επιτροπής είναι ότι,

  • «δεδομένης της καθυστέρησης της ανάπτυξης του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στη χώρα, η μεταρρύθμιση της επικουρικής πρέπει να προχωρήσει τάχιστα και με επαρκώς ευρύ πεδίο εφαρμογής (ενδεικτικά, για όλους τους νέους εργαζόμενους αλλά και εθελοντικά για όσους παλαιότερους ασφαλισμένους το επιλέξουν ή εναλλακτικά για όσους εργαζόμενους δεν απέχουν από τη συνταξιοδότηση πάνω από έναν αριθμό ετών)», γεγονός που εξηγεί εν πολλοίς και τη… βιασύνη του Π. Τσακλόγλου.

Ένα δομικό πρόβλημα των προτεινόμενων αλλαγών είναι, ασφαλώς, το χρηματοδοτικό κενό που θα δημιουργηθεί, πρόβλημα που αναγνωρίζουν και οι συντάκτες της έκθεσης:

  • «Η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων δημιουργεί ένα χρηματοδοτικό κενό καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων. Το χρηματοδοτικό κενό από καθολική μετάβαση σε κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη (από την πρώτη ημέρα και για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους), χωρίς μείωση στις παρεχόμενες συντάξεις και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, υπολογίζεται σε 1,3% του ΑΕΠ του πρώτου χρόνου της εφαρμογής, το οποίο υποχωρεί σε κάτω του 0,3% του ΑΕΠ σε βάθος 40 ετών», υποστηρίζουν.

Και προτείνουν,

  • «η θετική αναπτυξιακή δυναμική που θα δημιουργήσει η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η συσσώρευση αποταμιεύσεων στον  κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα μειώσει το χρηματοδοτικό κενό. Για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού μπορούν επίσης να εξεταστούν λύσεις που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες, όπως αξιοποίηση πόρων από ιδιωτικοποιήσεις και έκδοση ειδικών ομολόγων. Σε κάθε περίπτωση, οι πόροι που θα αξιοποιηθούν για να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό δεν θα χαθούν, καθώς ανάλογα με τη λειτουργική μορφή της νέας επικουρικής θα μειώνονται ανάλογα οι μελλοντικές υποχρεώσεις του κράτους για συντάξεις ή θα συσσωρεύονται περιουσιακά στοιχεία από τις εισφορές των εργαζομένων. Είναι, επίσης, κρίσιμης σημασίας να παραμένει η συνταξιοδοτική δαπάνη υπό έλεγχο και να υπάρχει διαχρονική μείωσή της ως ποσοστό του ΑΕΠ όπως και της σχετικής χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό».

Για όλα τα παραπάνω υπάρχει, φυσικά, αντίλογος με συγκεκριμένα επιχειρήματα:

  • η αξιωματική αντιπολίτευση ετοιμάζει ήδη το σχέδιο… αντι-Πισσαρίδη, που θα αντικρούει προφανώς και την πρόταση για την επικουρική ασφάλιση. Επίσης στο libre έχει δημοσιευθεί σειρά άρθρων του ομ. καθηγητή του Παντείου Σάββα Ρομπόλη και του υποψήφιου διδάκτορα στο ίδιο Ίδρυμα, Βασίλη Μπέτση τόσο για τη διεθνή εμπειρία από χώρες στις οποίες εφαρμόσθηκε αντίστοιχο ασφαλιστικό σύστημα όσο και για τις διαφαινόμενες επιπτώσεις των ιδεών Πισσαρίδη στην ελληνική κοινωνία.

Κλείνοντας, είναι σαφές ότι η μεταρρύθμιση (ή απορρύθμιση) του ασφαλιστικού συστήματος θα είναι, μαζί με την επούλωση των τραυμάτων από την υγειονομική και οικονομική κρίση, τα μεγάλα θέματα του 2021. Η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να ανοίξει και το θέμα αυτό, εκτός αν δεύτερες σκέψεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες μέσα στο έτος αναβάλλουν τις σχετικές αποφάσεις…

Σχετικά Άρθρα