Ανάλυση: Θα ενεργοποιήσει η Γερμανία την “μηχανή των κυρώσεων” κατά της Τουρκίας

 Ανάλυση: Θα ενεργοποιήσει η Γερμανία την “μηχανή των κυρώσεων” κατά της Τουρκίας

Στην άτυπη Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στο Βερολίνο εστιάζουν ρεπορτάζ των γερμανικών ΜΜΕ με το δίκτυο n-tv σε ρεπορτάζ με τίτλο «Η ΕΕ θέτει τελεσίγραφο στην Τουρκία για τη διαμάχη με το φυσικό αέριο» να σημειώνει ότι «σύμφωνα με Ευρωπαίους διπλωμάτες υπήρξε ευρεία συναίνεση για την προετοιμασία των κυρώσεων». Στο πλαίσιο της διένεξης Ελλάδας-Toυρκίας για την εκμετάλλευση φυσικών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο η αποστολή πολεμικών πλοίων στην περιοχή, παρατηρεί το n-tv, «εγείρει ανησυχία στην ΕΕ ότι η διαμάχη μπορεί να οδηγήσει σε στρατιωτική κλιμάκωση».

Στη συνέχεια το ρεπορτάζ υπενθυμίζει τα εξής: «Η ΕΕ θεωρεί τις τουρκικές γεωτρήσεις παράνομες και ως εκ τούτου έχει ήδη επιβάλει κυρώσεις στην Άγκυρα. Πρώτες ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων όσων συμμετέχουν στις γεωτρήσεις είχαν ήδη επιβληθεί από τον Φεβρουάριο. Επίσης το 2019 είχε αποφασιστεί να περιοριστεί η κατανομή κονδυλίων της ΕΕ και να ανασταλούν οι διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία για τις αερομεταφορές. Εντούτοις εδώ και καιρό Ελλάδα και Κύπρος ζητούσαν πιο αυστηρές κυρώσεις.»

H διένεξη για το φυσικό αέριο γνωρίζει έκτοτε νέα κλιμάκωση, ωστόσο «εντός της ΕΕ υπάρχει ασυμφωνία ως προς το πόσο αυστηρές κυρώσεις πρέπει να επιβληθούν (σσ: από εδώ και πέρα). Χώρες, όπως η Γερμανία, θα προτιμούσαν πρώτα να ξεκινήσουν περαιτέρω διπλωματικές πρωτοβουλίες. Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί εδώ και εβδομάδες να διαμεσολαβήσει στην ελληνοτουρκική διένεξη- μέχρι στιγμής χωρίς επιτυχία».

Ίσινγκερ: Tα γερμανικά συμφέροντα δεν ταυτίζονται με τα γαλλικά

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Der Spiegel o Bόλφανγκ Ίσινγκερ, Γερμανός διπλωμάτης και προεδρεύων της Διάσκεψης του Μονάχου σχολιάζει την τάση της Γαλλίας να κινείται συχνά μόνη της, όπως πρόσφατα στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών.«Ο Μακρόν δεν φοβάται να εκτοξεύει “ρητορικoύς πυραύλους”» αναφέρει ο Ίσινγκερ και συμπληρώνει:

«Θα μπορούσε κάποια στιγμή να υπάρξει και μια πρωτοβουλία από τη Γερμανία. Στη Γερμανία είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι οι Γάλλοι θα ήθελαν να μας έχουν του χεριού τους. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Παίρνω το παράδειγμα της Ελλάδας και της Τουρκίας. Φυσικά σήμερα τα γερμανικά συμφέρονται δεν ταυτίζονται με τα γαλλικά. Εμείς θέλουμε να κρατήσουμε την Τουρκία όσο πιο κοντά γίνεται στην Ευρώπη. Η Γαλλία έχει ένα άλλο σημείο εκκίνησης: Η αλληλεγγύη μας – όπως προκύπτει από τη Συνθήκη της Λισαβόνας- στη σύγκρουση Ελλάδας-Toυρκίας στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ πρέπει πάνω απ‘ όλα να ισχύει για το κράτος-μέλος της ΕΕ, την Ελλάδα. Και ερωτώ: Η γερμανική εξωτερική πολιτική είναι εντελώς απαλλαγμένη από το να σκέφτεται πρώτα τα δικά της συμφέροντα αντί των ευρωπαϊκών; Για παράδειγμα, έχουμε λάβει υπόψιν στη συζήτηση για την στάθμευση πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ στη Γερμανία τα συμφέροντα της Πολωνίας, των βαλτικών χωρών ή άλλων εταίρων και γειτόνων μας; Όχι. Στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2; Όχι. Κάποιες φορές φαινόμαστε απερίσκεπτοι στα μάτια των εταίρων μας και όχι πάντα ως οι καλύτεροι Ευρωπαίοι».

Κανείς από τους παρατηρητές των εργασιών της άτυπης συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στο Βερολίνο δεν θα στοιχημάτιζε την Πέμπτη στα σοβαρά ότι η Ελλάδα και Κύπρος θα πετύχαιναν το στόχο τους, δηλαδή τη συναίνεση όλων των κρατών-μελών για επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Η εικόνα που προέκυπτε από δημόσιες δηλώσεις ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών την πρώτη ημέρα της άτυπης συνάντησής τους ήταν ότι στην πλειοψηφία τους δεν θεωρούσαν σκόπιμα περιοριστικά μέτρα κατά της Άγκυρας. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους ήταν η επιβολή κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας. Τελικά την επόμενη ημέρα τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ συμφώνησαν σε ένα κατάλογο κυρώσεων κατά της Τουρκίας.

Μιλώντας με την τηλεόραση της DW o έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης την Παρασκευή δήλωσε ότι δεν θεωρεί το αποτέλεσμα ως επιτυχία για την Ελλάδα «αλλά ως επιτυχία για την κοινή ευρωπαϊκή μας οικογένεια.» Όπως τόνισε ακόμη η Ελλάδα θα ήθελε να μην επιβληθούν κυρώσεις στην Άγκυρα, «έπρεπε όμως να τεθούν καθαρά όρια» από τη στιγμή που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο. «Αν η Τουρκία έχει τη θέληση να έρθει σε συνεννόηση με την ΕΕ, με την Ελλάδα, την Κύπρο εμείς θα είμασταν απόλυτα ευχαριστημένοι», διευκρίνισε ο κ. Δένδιας. Σε δήλωση του προς το ελληνικό πρόγραμμα της DW ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης επεσήμανε ότι «το σημαντικό στοιχείο της άτυπης συνάντησης ήταν ότι αποφεύχθηκαν προσεγγίσεις που θα παρέπεμπαν σε πολιτικές της ΕΕ δύο μέτρων και δύο σταθμών και επιλεκτική ευαισθησία.»

Βασικό ζήτημα η αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της κυπριακής πλευράς, δεν είναι δυνατό να αποφασίζονται κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας για εκλογική νοθεία και άσκηση βίας κατά διαδηλωτών και όχι κατά της Τουρκίας που παραβιάζει με τις ενέργειες της στην Ανατολική Μεσόγειο το Διεθνές Δίκαιο. Κατά την παρέμβαση του το απόγευμα της Πέμπτης ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου κατέστησε σαφές ότι εξαρτά τη σύμφωνη γνώμη του για τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας από το αποτέλεσμα της συζήτησης για την Τουρκία την Παρασκευή. Με άλλα λόγια: χωρίς κυρώσεις κατά της Άγκυρας δεν θα υπάρξουν κυρώσεις κατά του Μινσκ. Την άποψη του κ. Χριστοδουλίδη στήριξε ο κ. Δένδιας.

Η στάση αυτή φαίνεται να εντυπωσίασε. Στη συνεδρίαση της Παρασκευής μόνο η Ιταλία, η Μάλτα και η Γερμανία έδειξαν κάποιο δισταγμό, αλλά τελικά συναίνεσαν. Η επιφύλαξή τους αφορούσε το προσφυγικό και την αντίδραση της Τουρκίας. Στην περίπτωση της Γερμανίας, ένας επιπρόσθετος λόγος να είναι διστακτική είναι ο διαμεσολαβητικός ρόλος που έχει αναλάβει ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Σε ό,τι αφορά τις μικρές χώρες, ειδικά της Αν. Ευρώπης, ο βασικότερος παράγοντας να συμφωνήσουν σε κυρώσεις κατά της Άγκυρας, ήταν ότι επρόκειτο για ζήτημα αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας κρατών-μελών της ΕΕ από την Τουρκία.

Διορία για την Τουρκία ως τις 24 Σεπτεμβρίου

Βασικός στόχος της Κύπρου σε αυτή την συνάντηση, τον οποίο και πέτυχε, ήταν η διεύρυνση των ήδη υπαρχόντων κυρώσεων κατά της Τουρκίας λόγω των γεωτρήσεών της στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Οι υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν με την πρόταση του επικεφαλής των Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ να προστεθούν νέα ονόματα ατόμων και εταιρειών στον κατάλογο κυρώσεων, ο οποίος θα προωθηθεί προς «άμεση υιοθέτηση» από την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου. Εκτός αυτού συμφώνησαν και σε σειρά άλλων μέτρων που πρότεινε προφορικά ο κ. Μπορέλ σε περίπτωση που η Τουρκία δεν λάβει μέτρα αποκλιμάκωσης της έντασης στην Αν. Μεσόγειο ως την επόμενη Σύνοδο Κορυφής στις 24-25 Σεπτεμβρίου. Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνονται τα εξής: καταχώρηση πλοίων που εμπλέκονται σε παράνομες ερευνητικές δραστηριότητες, όπως και κυρώσεις για πωλήσεις, προμήθειες και εξαγωγές υλικού που σχετίζονται με αυτήν την έρευνα. Κυρώσεις χρηματοοικονομικής φύσεως όπως απαγόρευση δανεισμού στην Τουρκία από κρατικές τράπεζες χωρών της ΕΕ. Μείωση ευρωπαϊκών κονδυλίων που προορίζονται προς την Τουρκία αλλά και απαγόρευση ταξιδιών.

Σε συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης ο κ. Μπορέλ κατέστησε σαφές ότι το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ εκφράζει την πλήρη αλληλεγγύη του προς την Ελλάδα και την Κύπρο και ότι είναι αποφασισμένο να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ΕΕ στην Αν. Μεσόγειο. Κάλεσε την Τουρκία να αποφύγει κάθε μονομερή ενέργεια, κάτι το οποίο είναι προϋπόθεση για να ξεκινήσει ο διάλογος με την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Μπορέλ χαιρέτησε τη γερμανική πρωτοβουλία διαμεσολάβησης. Στην ίδια συνέντευξη τύπου ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χαίκο Μάας τόνισε ότι «θέλουμε να δώσουμε μια ευκαιρία στη διπλωματία και για αυτό το λόγο θα πρέπει να δημιουργήσει η Τουρκία τις προϋποθέσεις και να παραιτηθεί από προκλήσεις.» Σύμφωνα με τον κ. Μάας, στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών επικράτησε η άποψη ότι ζητήματα που αφορούν το Διεθνές Δίκαιο θα πρέπει να διευθετηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Πάντως, τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή πλευρά εκτιμούν ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν υπήρξε «τόσο ομόθυμη συμπαράσταση» σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της οριοθέτησης της ΑΟΖ των δύο χωρών.

Πηγή: DW

Σχετικά Άρθρα